καλλοποιός: Difference between revisions

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kallopoios
|Transliteration C=kallopoios
|Beta Code=kallopoio/s
|Beta Code=kallopoio/s
|Definition=όν, [[producing beauty]], <b class="b3">ἄνθος κάλλους κ</b>. <span class="bibl">Plot.6.7.32</span>, cf. <span class="bibl">Procl.<span class="title">in Ti.</span>1.269</span> D., <span class="title">in Prm.</span>p.543 S.; cf. [[καλοποιός]].
|Definition=καλλοποιόν, [[producing beauty]], <b class="b3">ἄνθος κάλλους κ.</b> Plot.6.7.32, cf. Procl.''in Ti.''1.269 D., ''in Prm.''p.543 S.; cf. [[καλοποιός]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:06, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλοποιός Medium diacritics: καλλοποιός Low diacritics: καλλοποιός Capitals: ΚΑΛΛΟΠΟΙΟΣ
Transliteration A: kallopoiós Transliteration B: kallopoios Transliteration C: kallopoios Beta Code: kallopoio/s

English (LSJ)

καλλοποιόν, producing beauty, ἄνθος κάλλους κ. Plot.6.7.32, cf. Procl.in Ti.1.269 D., in Prm.p.543 S.; cf. καλοποιός.

German (Pape)

[Seite 1311] Schönheit schaffend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

καλλοποιός: ὁ, ἡ, παράγων κάλλος, Πλωτῖνος σ. 1323 Creuz.· καὶ δι’ ἑνὸς λ, «τοιοῦτον δὲ ὂν (τὸ δίκαιον μέτρον) καλοποιόν ἐστι τῆς ψυχῆς» Πρόκλ. εἰς Πλάτ. Ἀλκ. τ. 1, σ. 327.

Greek Monolingual

καλλοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που καθιστά κάτι ωραίο, αυτός που προσδίδει κάλλος σε κάτι
2. (για τον θεό) ο δημιουργός του κάλλους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλλος + -ποιός (< ποιῶ), πρβλ. βροχοποιός, ζωοποιός.