κεγχροβόλοι: Difference between revisions

From LSJ

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kegchrovoloi
|Transliteration C=kegchrovoloi
|Beta Code=kegxrobo/loi
|Beta Code=kegxrobo/loi
|Definition=οἱ, [[millet-throwers]], fabulous tribe in Luc.<span class="title">VH</span>1.13.
|Definition=οἱ, [[millet-throwers]], fabulous tribe in Luc.''VH''1.13.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κεγχροβόλοι''': οἱ, οἱ βάλλοντες, σπείροντες κέγχρους, [[μυθώδης]] φυλὴ παρὰ τῷ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.
|elnltext=κεγχροβόλοι -ων, οἱ &#91;[[κέγχρος]], [[βάλλω]]] gierstwerpers (fictief volk).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 19: Line 19:
|lsmtext='''κεγχροβόλοι:''' οἱ ([[βάλλω]]), αυτοί που σπέρνουν κέγχρους, σε Λουκ.
|lsmtext='''κεγχροβόλοι:''' οἱ ([[βάλλω]]), αυτοί που σπέρνουν κέγχρους, σε Λουκ.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=κεγχροβόλοι -ων, οἱ [κέγχρος, βάλλω] gierstwerpers (fictief volk).
|lstext='''κεγχροβόλοι''': οἱ, οἱ βάλλοντες, σπείροντες κέγχρους, [[μυθώδης]] φυλὴ παρὰ τῷ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κεγχρο-βόλοι, οἱ, [[βάλλω]]<br />[[millet]]-throwers, Luc.
|mdlsjtxt=κεγχρο-βόλοι, οἱ, [[βάλλω]]<br />[[millet]]-throwers, Luc.
}}
}}

Latest revision as of 12:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κεγχροβόλοι Medium diacritics: κεγχροβόλοι Low diacritics: κεγχροβόλοι Capitals: ΚΕΓΧΡΟΒΟΛΟΙ
Transliteration A: kenchrobóloi Transliteration B: kenchroboloi Transliteration C: kegchrovoloi Beta Code: kegxrobo/loi

English (LSJ)

οἱ, millet-throwers, fabulous tribe in Luc.VH1.13.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κεγχροβόλοι -ων, οἱ [κέγχρος, βάλλω] gierstwerpers (fictief volk).

Greek Monolingual

κεγχροβόλοι, οἱ (Α)
(κωμική λέξη στον Λουκιανό)
αυτοί που πολεμούν με κεχρί, που εκτοξεύουν ως βλήματα σπόρους κέγχρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέγχρος, ο + -βόλος (< βάλλω), πρβλ. δισκοβόλος, πυρσοβόλος.

Greek Monotonic

κεγχροβόλοι: οἱ (βάλλω), αυτοί που σπέρνουν κέγχρους, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κεγχροβόλοι: οἱ, οἱ βάλλοντες, σπείροντες κέγχρους, μυθώδης φυλὴ παρὰ τῷ Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 13.

Middle Liddell

κεγχρο-βόλοι, οἱ, βάλλω
millet-throwers, Luc.