λαξευτικός: Difference between revisions

From LSJ

ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it

Source
(import 2016a)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ
{{LSJ1
|Full diacritics=λαξευτικός
|Full diacritics=λαξευτικός
|Medium diacritics=λαξευτικός
|Medium diacritics=λαξευτικός
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=laxeftikos
|Transliteration C=laxeftikos
|Beta Code=laceutiko/s
|Beta Code=laceutiko/s
|Definition=ή, όν, <span class=sense><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class='b2'>of</b> or <b class='b2'>for a stone-cutter</b> or <b class='b2'>his art</b>, διαβήτης <span class=bibl>Eust.341.28</span>; ἡ λ. τέχνη Anon.<span class=title>Prog</span>. in <span class=bibl>Rh.1.640</span> W., Phot.</span>
|Definition=λαξευτική, λαξευτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[of]] or for a stone-cutter or his art, διαβήτης Eust.341.28; ἡ λ. τέχνη Anon.''Prog''. in Rh.1.640 W., Phot.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0015.png Seite 15]] das Steinhauen betreffend, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''λαξευτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λαξευτὴν ἢ εἰς τὴν τέχνην [[αὐτοῦ]], Εὐστ. 341. 28· ἡ λ. [[τέχνη]] Ρήτορες (Walz) 640, Φώτ.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λαξευτικός]], -ή, -όν) [[λαξευτής]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαξευτή ή στην [[τέχνη]] του («λαξευτικό [[εργαλείο]]»).
}}
}}

Latest revision as of 09:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λαξευτικός Medium diacritics: λαξευτικός Low diacritics: λαξευτικός Capitals: ΛΑΞΕΥΤΙΚΟΣ
Transliteration A: laxeutikós Transliteration B: laxeutikos Transliteration C: laxeftikos Beta Code: laceutiko/s

English (LSJ)

λαξευτική, λαξευτικόν,
A of or for a stone-cutter or his art, διαβήτης Eust.341.28; ἡ λ. τέχνη Anon.Prog. in Rh.1.640 W., Phot.

German (Pape)

[Seite 15] das Steinhauen betreffend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

λαξευτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς λαξευτὴν ἢ εἰς τὴν τέχνην αὐτοῦ, Εὐστ. 341. 28· ἡ λ. τέχνη Ρήτορες (Walz) 640, Φώτ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λαξευτικός, -ή, -όν) λαξευτής
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λαξευτή ή στην τέχνη του («λαξευτικό εργαλείο»).