λαγώδων: Difference between revisions

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=lagodon
|Transliteration C=lagodon
|Beta Code=lagw/dwn
|Beta Code=lagw/dwn
|Definition=ον, gen. οντος, = [[ἐξώδων]], <span class="title">Hippiatr.</span>115.
|Definition=λαγώδον, gen. οντος, = [[ἐξώδων]], ''Hippiatr.''115.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λαγώδων]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει δόντια τα οποία πετάγονται [[προς]] τα έξω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδών]], ιων. τ. [[αντί]] [[ὀδούς]] ([[πρβλ]]. <i>αμφ</i>-<i>ώδων</i>). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
|mltxt=[[λαγώδων]], -ον (Μ)<br />αυτός που έχει δόντια τα οποία πετάγονται [[προς]] τα έξω.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαγώς]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀδών]], ιων. τ. [[αντί]] [[ὀδούς]] ([[πρβλ]]. [[αμφώδων]]). Το -<i>ω</i>- του τ. οφείλεται στη [[λειτουργία]] του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].
}}
}}

Latest revision as of 12:19, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λᾰγώδων Medium diacritics: λαγώδων Low diacritics: λαγώδων Capitals: ΛΑΓΩΔΩΝ
Transliteration A: lagṓdōn Transliteration B: lagōdōn Transliteration C: lagodon Beta Code: lagw/dwn

English (LSJ)

λαγώδον, gen. οντος, = ἐξώδων, Hippiatr.115.

Greek Monolingual

λαγώδων, -ον (Μ)
αυτός που έχει δόντια τα οποία πετάγονται προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς (πρβλ. αμφώδων). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].