λαγώδων
From LSJ
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
Full diacritics: λᾰγώδων | Medium diacritics: λαγώδων | Low diacritics: λαγώδων | Capitals: ΛΑΓΩΔΩΝ |
Transliteration A: lagṓdōn | Transliteration B: lagōdōn | Transliteration C: lagodon | Beta Code: lagw/dwn |
λαγώδον, gen. οντος, = ἐξώδων, Hippiatr.115.
λαγώδων, -ον (Μ)
αυτός που έχει δόντια τα οποία πετάγονται προς τα έξω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαγώς + ὀδών, ιων. τ. αντί ὀδούς (πρβλ. αμφώδων). Το -ω- του τ. οφείλεται στη λειτουργία του νόμου της εκτάσεως εν συνθέσει].