μαραθίτης: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=marathitis
|Transliteration C=marathitis
|Beta Code=maraqi/ths
|Beta Code=maraqi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[flavoured with fennel]], οἶνος Dsc.5.65, <span class="title">Gp.</span>8.9.
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, [[flavoured with fennel]], οἶνος Dsc.5.65, ''Gp.''8.9.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαραθίτης]], ὁ (ΑM)<br />παρασκευασμένος από [[μάραθο]] ή αρωματισμένος με [[μάραθο]] («[[οἶνος]] [[μαραθίτης]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάραθον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[καλαμίτης]], [[σταφυλίτης]])].
|mltxt=[[μαραθίτης]], ὁ (ΑM)<br />παρασκευασμένος από [[μάραθο]] ή αρωματισμένος με [[μάραθο]] («[[οἶνος]] [[μαραθίτης]]», <b>Διοσκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάραθον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] ([[πρβλ]]. [[καλαμίτης]], [[σταφυλίτης]])].
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰρᾰθίτης Medium diacritics: μαραθίτης Low diacritics: μαραθίτης Capitals: ΜΑΡΑΘΙΤΗΣ
Transliteration A: marathítēs Transliteration B: marathitēs Transliteration C: marathitis Beta Code: maraqi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, flavoured with fennel, οἶνος Dsc.5.65, Gp.8.9.

Greek Monolingual

μαραθίτης, ὁ (ΑM)
παρασκευασμένος από μάραθο ή αρωματισμένος με μάραθοοἶνος μαραθίτης», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάραθον + επίθημα -ίτης (πρβλ. καλαμίτης, σταφυλίτης)].