μητρῳακός: Difference between revisions

From LSJ

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=mitroakos
|Transliteration C=mitroakos
|Beta Code=mhtrw&#x007C;ako/s
|Beta Code=mhtrw&#x007C;ako/s
|Definition=ή, όν, = [[μητρῷος]] 11, ἁγιστεῖαι Marin.<span class="title">Procl.</span>19; <b class="b3">μ. μέτρον</b>, of the galliambic, <span class="bibl">Heph. 12</span>.
|Definition=μητρῳακή, μητρῳακόν, = [[μητρῷος]] II, ἁγιστεῖαι Marin.''Procl.''19; <b class="b3">μ. μέτρον</b>, of the galliambic, Heph. 12.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μητρῳακός Medium diacritics: μητρῳακός Low diacritics: μητρωακός Capitals: ΜΗΤΡΩΑΚΟΣ
Transliteration A: mētrōiakós Transliteration B: mētrōakos Transliteration C: mitroakos Beta Code: mhtrw|ako/s

English (LSJ)

μητρῳακή, μητρῳακόν, = μητρῷος II, ἁγιστεῖαι Marin.Procl.19; μ. μέτρον, of the galliambic, Heph. 12.

German (Pape)

[Seite 180] = μητρῷος, bes. aber die Kybele, die große Mutter der Götter betreffend, Suid. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μητρῳακός: -ή, -όν, = μητρῷος, ΙΙ, ὄνομα συγγράμματος Πρόκλου τοῦ Λυκίου, Μαρῖν. ἐν Βίῳ Πρόκλ. 33, «ἔγραψε... καὶ μητρῳακὴν βίβλον (ἔστι δὲ περὶ τὸν θεὸν θεολογία)» Εὐδοκία Μακρεμ. 366.

Greek Monolingual

μητρῳακός, -ή, -όν (Α)
αυτός που ανήκει στη μητέρα τών θεών Κυβέλη ή στα μητρώα, ιερά της Κυβέλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Μητρῷον «ιερό της Κυβέλης» + κατάλ. -ακός].