μωμοσκόπος: Difference between revisions
From LSJ
ἅπαντι δαίμων ἀνδρὶ συμπαρίσταται εὐθὺς γενομένῳ μυσταγωγὸς τοῦ βίου → a spirit assists every man from birth to be the leader of his life
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=momoskopos | |Transliteration C=momoskopos | ||
|Beta Code=mwmosko/pos | |Beta Code=mwmosko/pos | ||
|Definition= | |Definition=μωμοσκόπον, [[looking for blemishes]] in sacrificial victims, Ph.1.320. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ο (Α [[μωμοσκόπος]], -ον)<br />(γενικά) αυτός που αρέσκεται να αναζητά ελαττώματα στους άλλους, [[φιλόψογος]], [[φιλοκατήγορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξέταζε τα προοριζόμενα για [[θυσία]] ζώα για να δει αν έχουν κανένα [[ελάττωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῶμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i>]. | |mltxt=-ο (Α [[μωμοσκόπος]], -ον)<br />(γενικά) αυτός που αρέσκεται να αναζητά ελαττώματα στους άλλους, [[φιλόψογος]], [[φιλοκατήγορος]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που εξέταζε τα προοριζόμενα για [[θυσία]] ζώα για να δει αν έχουν κανένα [[ελάττωμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μῶμος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>σκόπος</i>]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=s. s.v. [[μωμοσκοπέω]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:49, 25 August 2023
English (LSJ)
μωμοσκόπον, looking for blemishes in sacrificial victims, Ph.1.320.
Greek (Liddell-Scott)
μωμοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν πρὸς ἀνεύρεσιν μώμων ἢ ἐλλείψεων ἐν τοῖς πρὸς θυσίαν ὡρισμένοις ζῴοις· καθόλου, ἐπικρίνων, ἐξετάζων κριτικῶς, Φίλων 1. 320, Κλήμ. Ἀλ. 617.
Greek Monolingual
-ο (Α μωμοσκόπος, -ον)
(γενικά) αυτός που αρέσκεται να αναζητά ελαττώματα στους άλλους, φιλόψογος, φιλοκατήγορος
αρχ.
αυτός που εξέταζε τα προοριζόμενα για θυσία ζώα για να δει αν έχουν κανένα ελάττωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μῶμος + -σκόπος].
German (Pape)
s. s.v. μωμοσκοπέω.