νησίτης: Difference between revisions

From LSJ

Σύμβουλος οὐδείς ἐστι βελτίων χρόνου → Consultor homini tempus utilissimus → Kein besserer Berater zeigt sich als die Zeit

Menander, Monostichoi, 479
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=nisitis
|Transliteration C=nisitis
|Beta Code=nhsi/ths
|Beta Code=nhsi/ths
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, (νῆσος) [[of]], [[from]], or [[belonging to an island]], St.Byz.:—Dor. fem. νᾱσῖτις, ιδος, γῆ <span class="bibl"><span class="title">PEleph.</span>20.48</span> (iii B.C.); σπιλάς <span class="title">AP</span>7.2 (Antip. Sid.).
|Definition=[ῑ], ου, ὁ, ([[νῆσος]]) of, [[from]], or [[belonging to an island]], St.Byz.:—Dor. fem. νᾱσῖτις, ιδος, γῆ ''PEleph.''20.48 (iii B.C.); σπιλάς ''AP''7.2 (Antip. Sid.).
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />habitant <i>ou</i> [[originaire d'une île]], [[insulaire]].<br />'''Étymologie:''' [[νῆσος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''νησίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[νῆσος]]) ὁ ἐκ νήσου ἢ εἰς νῆσον ἀνήκων, Στέφ. Βυζ., Δωρ. θηλ. νᾱσῖτις, -ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 2.
|lstext='''νησίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, ([[νῆσος]]) ὁ ἐκ νήσου ἢ εἰς νῆσον ἀνήκων, Στέφ. Βυζ., Δωρ. θηλ. νᾱσῖτις, -ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 2.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br />habitant <i>ou</i> originaire d'une île, insulaire.<br />'''Étymologie:''' [[νῆσος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[νησίτης]], ό, θηλ. νησῑτις και δωρ. τ. νασῑτις (Α)<br />αυτός που ανήκει ή κατοικεί σε [[νησί]] ή προέρχεται από [[νησί]], [[νησιώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] / <i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]], <i>πυργ</i>-<i>ίτις</i>)].
|mltxt=[[νησίτης]], ό, θηλ. νησῑτις και δωρ. τ. νασῖτις (Α)<br />αυτός που ανήκει ή κατοικεί σε [[νησί]] ή προέρχεται από [[νησί]], [[νησιώτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νῆσος]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ίτης]] / <i>ῖτις</i> (<b>πρβλ.</b> <i>πολ</i>-[[ίτης]], <i>πυργ</i>-<i>ίτις</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:46, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νησῑ́της Medium diacritics: νησίτης Low diacritics: νησίτης Capitals: ΝΗΣΙΤΗΣ
Transliteration A: nēsítēs Transliteration B: nēsitēs Transliteration C: nisitis Beta Code: nhsi/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, (νῆσος) of, from, or belonging to an island, St.Byz.:—Dor. fem. νᾱσῖτις, ιδος, γῆ PEleph.20.48 (iii B.C.); σπιλάς AP7.2 (Antip. Sid.).

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
habitant ou originaire d'une île, insulaire.
Étymologie: νῆσος.

Greek (Liddell-Scott)

νησίτης: [ῑ], -ου, ὁ, (νῆσος) ὁ ἐκ νήσου ἢ εἰς νῆσον ἀνήκων, Στέφ. Βυζ., Δωρ. θηλ. νᾱσῖτις, -ιδος, Ἀνθ. Π. 7. 2.

Greek Monolingual

νησίτης, ό, θηλ. νησῑτις και δωρ. τ. νασῖτις (Α)
αυτός που ανήκει ή κατοικεί σε νησί ή προέρχεται από νησί, νησιώτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῆσος + κατάλ. -ίτης / ῖτις (πρβλ. πολ-ίτης, πυργ-ίτις)].

Greek Monotonic

νησίτης: [ῑ], -ου, ὁ (νῆσος), αυτός που προέρχεται από νησί ή ανήκει σε νησί· Δωρ. θηλ. νᾱσῖτις, -ιδος, σε Ανθ.

Middle Liddell

νησῑ́της, ου, ὁ, νῆσος
of or belonging to an island: doric fem. νᾱσῖτις, ιδος, Anth.