ἐκφαντορικός: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ekfantorikos | |Transliteration C=ekfantorikos | ||
|Beta Code=e)kfantoriko/s | |Beta Code=e)kfantoriko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐκφαντορική, ἐκφαντορικόν, [[revealing]], τῆς ἀληθείας Procl.''Theol.Plat.''6.12; τῆς οὐσίας Id.''in Cra.''p.16P., al., cf. Dam.''Pr.'' 367. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ά, -όν<br /><b class="num">1</b> [[que manifiesta o revela]], [[revelador]], [[iluminador]] c. gen., esp. en cont. fil.-místico ἡ τῆς ἀληθείας ἐ. [[δύναμις]] Procl.<i>Theol.Plat</i>.6.12, τὸ ὄνομα· ὄργανον [[γάρ]] ἐστιν ... ἐκφαντορικὸν τῆς τῶν πραγμάτων οὐσίας Procl.<i>in Cra</i>.16, crist. ὅλων τοῦ θεοῦ προόδων ἐ. [[ἀγαθωνυμία]] Dion.Ar.<i>DN</i> 3.1, cf. <i>CH</i> 4.4<br /><b class="num">•</b>de las funciones sacerdotales [[simbólicamente revelador]] Dion.Ar.<i>EH</i> 112.2, 128.15, ὕμνος Ath.Al.M.28.940B.<br /><b class="num">2</b> adv. -ῶς [[en forma místicamente reveladora]] ἡ τῶν Σεραφὶμ ἐπωνυμία ἐ. διδάσκει Dion.Ar.<i>CH</i> 7.1, ref. a la doctrina cristiana considerada κρυφία Dion.Ar.<i>DN</i> 1.4. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 18: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκφαντορικός''': -ή, -όν, = [[ἐξαγγελτικός]], [[ἑρμηνευτικός]], παρα-[[στατικός]], Πρόκλ. Παρμεν. 530 (96), Διονύσ. Ἀρεοπ. 137Α, 186Α, κλ.: ‒ Ἐπίρρ. ἐκφαντορικῶς, Διονύσ. Ἀρεοπ. 205C Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 740, 18. | |lstext='''ἐκφαντορικός''': -ή, -όν, = [[ἐξαγγελτικός]], [[ἑρμηνευτικός]], παρα-[[στατικός]], Πρόκλ. Παρμεν. 530 (96), Διονύσ. Ἀρεοπ. 137Α, 186Α, κλ.: ‒ Ἐπίρρ. ἐκφαντορικῶς, Διονύσ. Ἀρεοπ. 205C Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 740, 18. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐκφαντορικός]], -ή, -όν (AM)<br />Ι. [[εκφαντικός]], [[αποκαλυπτικός]], [[εξαγγελτικός]], [[ερμηνευτικός]], [[παραστατικός]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκφαντορικῶς</i><br />ερμηνευτικὼς, παραστατικώς. | |mltxt=[[ἐκφαντορικός]], -ή, -όν (AM)<br />Ι. [[εκφαντικός]], [[αποκαλυπτικός]], [[εξαγγελτικός]], [[ερμηνευτικός]], [[παραστατικός]]<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>ἐκφαντορικῶς</i><br />ερμηνευτικὼς, παραστατικώς. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:09, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐκφαντορική, ἐκφαντορικόν, revealing, τῆς ἀληθείας Procl.Theol.Plat.6.12; τῆς οὐσίας Id.in Cra.p.16P., al., cf. Dam.Pr. 367.
Spanish (DGE)
-ά, -όν
1 que manifiesta o revela, revelador, iluminador c. gen., esp. en cont. fil.-místico ἡ τῆς ἀληθείας ἐ. δύναμις Procl.Theol.Plat.6.12, τὸ ὄνομα· ὄργανον γάρ ἐστιν ... ἐκφαντορικὸν τῆς τῶν πραγμάτων οὐσίας Procl.in Cra.16, crist. ὅλων τοῦ θεοῦ προόδων ἐ. ἀγαθωνυμία Dion.Ar.DN 3.1, cf. CH 4.4
•de las funciones sacerdotales simbólicamente revelador Dion.Ar.EH 112.2, 128.15, ὕμνος Ath.Al.M.28.940B.
2 adv. -ῶς en forma místicamente reveladora ἡ τῶν Σεραφὶμ ἐπωνυμία ἐ. διδάσκει Dion.Ar.CH 7.1, ref. a la doctrina cristiana considerada κρυφία Dion.Ar.DN 1.4.
German (Pape)
[Seite 784] ή, όν, offenbarend, erklärend, Dion. Areop.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκφαντορικός: -ή, -όν, = ἐξαγγελτικός, ἑρμηνευτικός, παρα-στατικός, Πρόκλ. Παρμεν. 530 (96), Διονύσ. Ἀρεοπ. 137Α, 186Α, κλ.: ‒ Ἐπίρρ. ἐκφαντορικῶς, Διονύσ. Ἀρεοπ. 205C Κ. Πορφ. Ἔκθ. Βασιλ. Τάξ. 740, 18.
Greek Monolingual
ἐκφαντορικός, -ή, -όν (AM)
Ι. εκφαντικός, αποκαλυπτικός, εξαγγελτικός, ερμηνευτικός, παραστατικός
II. επίρρ. ἐκφαντορικῶς
ερμηνευτικὼς, παραστατικώς.