ἐπακριβής: Difference between revisions
From LSJ
μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=epakrivis | |Transliteration C=epakrivis | ||
|Beta Code=e)pakribh/s | |Beta Code=e)pakribh/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐπακριβές, [[accurate]]: neut. as adverb, -ὲς πάντα ἐπεξιέναι Aps. ''Rh.''p.316 H. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[ἐπακριβής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με απόλυτη [[ακρίβεια]], ο εντελώς [[ακριβής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιμελής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐπακριβές</i><br />με [[ακρίβεια]], επιμελώς<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επακριβώς</i><br />με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], επιμελώς. | |mltxt=(Α [[ἐπακριβής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που γίνεται με απόλυτη [[ακρίβεια]], ο εντελώς [[ακριβής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επιμελής]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἐπακριβές</i><br />με [[ακρίβεια]], επιμελώς<br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>επακριβώς</i><br />με [[μεγάλη]] [[ακρίβεια]], επιμελώς. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:40, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐπακριβές, accurate: neut. as adverb, -ὲς πάντα ἐπεξιέναι Aps. Rh.p.316 H.
Greek Monolingual
(Α ἐπακριβής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με απόλυτη ακρίβεια, ο εντελώς ακριβής
αρχ.
1. επιμελής
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπακριβές
με ακρίβεια, επιμελώς
επίρρ...
επακριβώς
με μεγάλη ακρίβεια, επιμελώς.