ἀκατακράτητος: Difference between revisions
ἀλλ' ἐπὶ καὶ θανάτῳ φάρμακον κάλλιστον ἑᾶς ἀρετᾶς ἅλιξιν εὑρέσθαι σὺν ἄλλοις → even at the price of death, the fairest way to win his own exploits together with his other companions | but even at the risk of death would find the finest elixir of excellence together with his other companions | but to find, together with other young men, the finest remedy — the remedy of one's own valor — even at the risk of death
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=akatakratitos | |Transliteration C=akatakratitos | ||
|Beta Code=a)katakra/thtos | |Beta Code=a)katakra/thtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀκατακράτητον, ''Glossaria'' on [[ἀάσχετος]], ''EM''1.31. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br />[[irresistible]], <i>EM</i>α 4<br /><b class="num">•</b>subst. περισχεῖν τὸ ἀ. Eust.<i>Op</i>.151.22. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκατακράτητος''': ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑποτάξῃ: τὸ ἀκατακράτητον, Εὐστ. Πονημ. 151. 22. | |lstext='''ἀκατακράτητος''': ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑποτάξῃ: τὸ ἀκατακράτητον, Εὐστ. Πονημ. 151. 22. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκατακράτητος]], -ον) [[κατακρατῶ]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον κατακρατήσει, να μην τον επιστρέψει στον δικαιούχο<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική [[αρχή]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ασυγκράτητος]], ο [[ανυπότακτος]]. | |mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀκατακράτητος]], -ον) [[κατακρατῶ]]<br /><b>1.</b> [[εκείνος]] που δεν μπορεί [[κανείς]] να τον κατακρατήσει, να μην τον επιστρέψει στον δικαιούχο<br /><b>2.</b> αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική [[αρχή]]<br /><b>μσν.</b><br />ο [[ασυγκράτητος]], ο [[ανυπότακτος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 12:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀκατακράτητον, Glossaria on ἀάσχετος, EM1.31.
Spanish (DGE)
-ον
irresistible, EMα 4
•subst. περισχεῖν τὸ ἀ. Eust.Op.151.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατακράτητος: ὃν δὲν δύναταί τις νὰ ὑποτάξῃ: τὸ ἀκατακράτητον, Εὐστ. Πονημ. 151. 22.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀκατακράτητος, -ον) κατακρατῶ
1. εκείνος που δεν μπορεί κανείς να τον κατακρατήσει, να μην τον επιστρέψει στον δικαιούχο
2. αυτός που δεν μπορεί να κρατηθεί από δικαστική ή αστυνομική αρχή
μσν.
ο ασυγκράτητος, ο ανυπότακτος.