ἀλληλίζω: Difference between revisions

From LSJ

ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=allilizo
|Transliteration C=allilizo
|Beta Code=a)llhli/zw
|Beta Code=a)llhli/zw
|Definition=[[lie together]], sens. obsc., <span class="title">AB</span>383:—also <b class="b3">ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν</b>, and <b class="b3">ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι</b>, Hsch.
|Definition=[[lie together]], [[sensu obsceno|sens. obsc.]], ''AB''383:—also <b class="b3">ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν</b>, and <b class="b3">ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι</b>, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[tener trato recíproco]] e.d. homosexual ἀλληλίζει γὰρ καὶ ὁ [[ἄρρην]], ὅθεν καὶ σπανιαίτατα θήλειαν ἔστιν ὕαιναν λαβεῖν Clem.Al.<i>Paed</i>.2.10.86, ἀλληλίζειν· [[ἀλλήλους]] περαίνειν <i>AB</i> 383<br /><b class="num">•</b>v. med. mismo sent. ἀλληλίζεσθαι· τὸ [[ἀλλήλους]] ἐπιχειρίσαι Hsch.α 3164.<br /><b class="num">2</b> ἀλληλίζειν [[ἄλλως]] καὶ [[ἄλλως]] λέγειν Hsch.α 3169.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀλληλίζω''': [[κεῖμαι]] [[ὁμοῦ]] μέ τι [[ἄλλο]]· ἀσαφὲς τὸ [[νόημα]] τῆς λέξεως, Α. Β. 383, Κλήμ. Ἀλ. 222. Δύο ἑτέρας χρήσεις σημειοῖ ὁ Ἡσύχ., «ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν·» καὶ «ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι.»
|lstext='''ἀλληλίζω''': [[κεῖμαι]] [[ὁμοῦ]] μέ τι [[ἄλλο]]· ἀσαφὲς τὸ [[νόημα]] τῆς λέξεως, Α. Β. 383, Κλήμ. Ἀλ. 222. Δύο ἑτέρας χρήσεις σημειοῖ ὁ Ἡσύχ., «ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν·» καὶ «ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι.»
}}
{{DGE
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[tener trato recíproco]] e.d. homosexual ἀλληλίζει γὰρ καὶ ὁ [[ἄρρην]], ὅθεν καὶ σπανιαίτατα θήλειαν ἔστιν ὕαιναν λαβεῖν Clem.Al.<i>Paed</i>.2.10.86, ἀλληλίζειν· [[ἀλλήλους]] περαίνειν <i>AB</i> 383<br /><b class="num">•</b>v. med. mismo sent. ἀλληλίζεσθαι· τὸ [[ἀλλήλους]] ἐπιχειρίσαι Hsch.α 3164.<br /><b class="num">2</b> ἀλληλίζειν [[ἄλλως]] καὶ [[ἄλλως]] λέγειν Hsch.α 3169.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἀλληλίζω]] (Α) [[ἀλλήλων]]<br /><b>1.</b> [[πλαγιάζω]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], συνουσιάζομαι<br /><b>2.</b> τά λέω [[έτσι]] κι [[αλλιώς]], [[επαμφοτερίζω]].
|mltxt=[[ἀλληλίζω]] (Α) [[ἀλλήλων]]<br /><b>1.</b> [[πλαγιάζω]] [[μαζί]] με κάποιον [[άλλο]], συνουσιάζομαι<br /><b>2.</b> τά λέω [[έτσι]] κι [[αλλιώς]], [[επαμφοτερίζω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλληλίζω Medium diacritics: ἀλληλίζω Low diacritics: αλληλίζω Capitals: ΑΛΛΗΛΙΖΩ
Transliteration A: allēlízō Transliteration B: allēlizō Transliteration C: allilizo Beta Code: a)llhli/zw

English (LSJ)

lie together, sens. obsc., AB383:—also ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν, and ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι, Hsch.

Spanish (DGE)

1 tener trato recíproco e.d. homosexual ἀλληλίζει γὰρ καὶ ὁ ἄρρην, ὅθεν καὶ σπανιαίτατα θήλειαν ἔστιν ὕαιναν λαβεῖν Clem.Al.Paed.2.10.86, ἀλληλίζειν· ἀλλήλους περαίνειν AB 383
v. med. mismo sent. ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρίσαι Hsch.α 3164.
2 ἀλληλίζειν ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν Hsch.α 3169.

German (Pape)

[Seite 102] B. A. 383 ἀλλήλους περαίνειν; so auch Clem. Al. Paedag. 2, 10.

Greek (Liddell-Scott)

ἀλληλίζω: κεῖμαι ὁμοῦ μέ τι ἄλλο· ἀσαφὲς τὸ νόημα τῆς λέξεως, Α. Β. 383, Κλήμ. Ἀλ. 222. Δύο ἑτέρας χρήσεις σημειοῖ ὁ Ἡσύχ., «ἀλληλίζειν· ἄλλως καὶ ἄλλως λέγειν·» καὶ «ἀλληλίζεσθαι· τὸ ἀλλήλους ἐπιχειρῆσαι.»

Greek Monolingual

ἀλληλίζω (Α) ἀλλήλων
1. πλαγιάζω μαζί με κάποιον άλλο, συνουσιάζομαι
2. τά λέω έτσι κι αλλιώς, επαμφοτερίζω.