διαπλίσσομαι: Difference between revisions
Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diaplissomai | |Transliteration C=diaplissomai | ||
|Beta Code=diapli/ssomai | |Beta Code=diapli/ssomai | ||
|Definition= | |Definition=[[stand with the legs apart]] or [[walk with the legs apart]], διαπεπλιγμένος [[long-shanked]], [[straddling]], Archil. 58; so in ''pf. part. Act.'', [[στόμα]] διαπεπλιχός [[wide open]], Hp. ''Mul.'' 2.167, cf. Hsch., and v. [[διαπλήσσω]]. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> ref. a pers. [[marchar o mantenerse con las piernas abiertas]] στρατηγὸς ... διαπεπλιγμένος Archil.166.1, ἀμφικαθεζομένη καὶ διαπλίξασα Hp.<i>Mul</i>.2.195, cf. Hsch.s.uu. διαπέπλιχε, διαπεπλίχθαι.<br /><b class="num">2</b> ref. a partes del cuerpo [[estar completamente abierto]] τὰ σκέλεα ... διαπεπλιγμένα Hp.<i>Prog</i>.3, cf. Gal.19.92 (graf. διαπεπληγμένα), τὸ στόμα (τῶν μητρέων) ... διαπεπλιχός Hp.<i>Mul</i>.2.167. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''διαπλίσσομαι''': ἀποθ., ἴσταμαι ἢ περιπατῶ τὰ σκέλη ἔχων διεστῶτα (πρβλ. [[πλίσσομαι]]), διαπεπλιγμένος, βασίζων μὲ ἀνοικτὰ τὰ σκέλη, Ἀρχίλ. 52· [[οὕτως]] ἐν τῇ μετοχ. ἐνεργ. πρκμ., [[στόμα]] διαπεπλῐχός, ἐντελῶς ἀνοικτόν, χαῖνον, Ἱππ. 662. 7. ― Πρβλ. [[διαπλήσσω]].Διαπλοκή<br />διαπλοκή, ἡ, [[σύμπλεξις]], Ιππ. 381. 11. | |||
}} | |||
{{elnl | |||
|elnltext=δια-πλίσσομαι wijdbeens staan. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 07:21, 27 May 2023
English (LSJ)
stand with the legs apart or walk with the legs apart, διαπεπλιγμένος long-shanked, straddling, Archil. 58; so in pf. part. Act., στόμα διαπεπλιχός wide open, Hp. Mul. 2.167, cf. Hsch., and v. διαπλήσσω.
Spanish (DGE)
1 ref. a pers. marchar o mantenerse con las piernas abiertas στρατηγὸς ... διαπεπλιγμένος Archil.166.1, ἀμφικαθεζομένη καὶ διαπλίξασα Hp.Mul.2.195, cf. Hsch.s.uu. διαπέπλιχε, διαπεπλίχθαι.
2 ref. a partes del cuerpo estar completamente abierto τὰ σκέλεα ... διαπεπλιγμένα Hp.Prog.3, cf. Gal.19.92 (graf. διαπεπληγμένα), τὸ στόμα (τῶν μητρέων) ... διαπεπλιχός Hp.Mul.2.167.
Greek (Liddell-Scott)
διαπλίσσομαι: ἀποθ., ἴσταμαι ἢ περιπατῶ τὰ σκέλη ἔχων διεστῶτα (πρβλ. πλίσσομαι), διαπεπλιγμένος, βασίζων μὲ ἀνοικτὰ τὰ σκέλη, Ἀρχίλ. 52· οὕτως ἐν τῇ μετοχ. ἐνεργ. πρκμ., στόμα διαπεπλῐχός, ἐντελῶς ἀνοικτόν, χαῖνον, Ἱππ. 662. 7. ― Πρβλ. διαπλήσσω.Διαπλοκή
διαπλοκή, ἡ, σύμπλεξις, Ιππ. 381. 11.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-πλίσσομαι wijdbeens staan.