ἀποπλέκω: Difference between revisions
Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
mNo edit summary |
||
(3 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apopleko | |Transliteration C=apopleko | ||
|Beta Code=a)pople/kw | |Beta Code=a)pople/kw | ||
|Definition=[[separate]], Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ | |Definition=[[separate]], Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos. Alch.p.110B.: especially in pf. part. [[ἀποπεπλεγμένος]], [[ἀποπεπλεγμένη]], [[ἀποπεπλεγμένον]] = [[divorced]], [[separated]], [[γυνή]] ''PGen.''19.3 (ii A.D.); [[ἀνήρ]] ''BGU''118ii11 (ii A.D.). | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=<b class="num">1</b> [[destrenzar]] (σειράν) Pall.<i>H.Laus</i>.22.5.<br /><b class="num">2</b> en v. med. [[separarse]] συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16<br /><b class="num">•</b>part. perf. pas. [[separado]] de cónyuges ἀποπετιλεγμένης αὐτοῦ γυναικός <i>PGen</i>.19.3 (II d.C.) en <i>BL</i> 1.1600, <i>PFlor</i>.301.11 (II d.C.), [[ἀνήρ]] <i>BGU</i> 118.2.11 (II d.C.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποπλέκω''': παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, [[μόλις]] οὖν [[ἀλλήλων]] [[ἡμεῖς]] ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345. | |lstext='''ἀποπλέκω''': παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, [[μόλις]] οὖν [[ἀλλήλων]] [[ἡμεῖς]] ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(AM ἀποπλέκομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελειώνω]] το [[πλέξιμο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι<br /><b>μσν.</b><br />(-ομαι) [[ξεμπλέκω]], απαλλάσσομαι από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφήνω]] τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι. | |mltxt=(AM ἀποπλέκομαι)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[τελειώνω]] το [[πλέξιμο]]<br /><b>2.</b> (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι<br /><b>μσν.</b><br />(-ομαι) [[ξεμπλέκω]], απαλλάσσομαι από [[κάτι]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[αφήνω]] τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 08:21, 30 January 2024
English (LSJ)
separate, Pass., συμπλέκονται τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos. Alch.p.110B.: especially in pf. part. ἀποπεπλεγμένος, ἀποπεπλεγμένη, ἀποπεπλεγμένον = divorced, separated, γυνή PGen.19.3 (ii A.D.); ἀνήρ BGU118ii11 (ii A.D.).
Spanish (DGE)
1 destrenzar (σειράν) Pall.H.Laus.22.5.
2 en v. med. separarse συμπλέκοντας τὰ πάντα καὶ ἀποπλέκονται Zos.Alch.110.16
•part. perf. pas. separado de cónyuges ἀποπετιλεγμένης αὐτοῦ γυναικός PGen.19.3 (II d.C.) en BL 1.1600, PFlor.301.11 (II d.C.), ἀνήρ BGU 118.2.11 (II d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποπλέκω: παθ. ἀποπλέκομαι, ἀφίνω τοὺς ἐναγκαλισμούς, ἀποχωρίζομαι, μόλις οὖν ἀλλήλων ἡμεῖς ἀπεπλάκημεν (ἀπηλλάγημεν Hercher) Εὐμάθ. 345.
Greek Monolingual
(AM ἀποπλέκομαι)
νεοελλ.
1. τελειώνω το πλέξιμο
2. (-ομαι) ξεμπλέκομαι, ξεχωρίζομαι
μσν.
(-ομαι) ξεμπλέκω, απαλλάσσομαι από κάτι
αρχ.
αφήνω τους εναγκαλισμούς, αποχωρίζομαι.