ἀπροσκόλλητος: Difference between revisions

From LSJ

Ὀίκοι μένειν δεῖ τὸν καλῶς εὐδαίμονα → The person who is well satisfied should stay at home.

Aeschylus, fr. 317
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aproskollitos
|Transliteration C=aproskollitos
|Beta Code=a)prosko/llhtos
|Beta Code=a)prosko/llhtos
|Definition=ον, [[not adhering]], τινί <span class="bibl">Eust.1940.20</span>.
|Definition=ἀπροσκόλλητον, [[not adhering]], τινί Eust.1940.20.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[que no se adhiere]] τῷ ἀνδρί Eust.1940.20.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπροσκόλλητος''': -ον, ὁ μὴ προσκεκολλημένος, πράγματι [[ἀπροσκόλλητος]] ὢν ἐκείνῳ Εὐστ. 1940. 20.
|lstext='''ἀπροσκόλλητος''': -ον, ὁ μὴ προσκεκολλημένος, πράγματι [[ἀπροσκόλλητος]] ὢν ἐκείνῳ Εὐστ. 1940. 20.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον [[que no se adhiere]] τῷ ἀνδρί Eust.1940.20.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπροσκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] προσκολλημένος [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί προσωρινά σε κάποια [[υπηρεσία]].
|mltxt=-η, -ο (Μ [[ἀπροσκόλλητος]], -ον)<br />αυτός που δεν [[είναι]] προσκολλημένος [[κάπου]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί προσωρινά σε κάποια [[υπηρεσία]].
}}
}}

Latest revision as of 12:11, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπροσκόλλητος Medium diacritics: ἀπροσκόλλητος Low diacritics: απροσκόλλητος Capitals: ΑΠΡΟΣΚΟΛΛΗΤΟΣ
Transliteration A: aproskóllētos Transliteration B: aproskollētos Transliteration C: aproskollitos Beta Code: a)prosko/llhtos

English (LSJ)

ἀπροσκόλλητον, not adhering, τινί Eust.1940.20.

Spanish (DGE)

-ον que no se adhiere τῷ ἀνδρί Eust.1940.20.

German (Pape)

[Seite 339] nicht angeleimt, Eust.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπροσκόλλητος: -ον, ὁ μὴ προσκεκολλημένος, πράγματι ἀπροσκόλλητος ὢν ἐκείνῳ Εὐστ. 1940. 20.

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀπροσκόλλητος, -ον)
αυτός που δεν είναι προσκολλημένος κάπου
αρχ.
αυτός που δεν έχει τοποθετηθεί προσωρινά σε κάποια υπηρεσία.