ὀγδοηκοστός: Difference between revisions

From LSJ

Νόμῳ τὰ πάντα γίγνεται καὶ κρίνεται → Nil non fit aut diiudicatur legibus → Das All entsteht und wird gesondert nach Gesetz | Das Ganze wird und wird bewertet nach Gesetz

Menander, Monostichoi, 368
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
(CSV import)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ogdoikostos
|Transliteration C=ogdoikostos
|Beta Code=o)gdohkosto/s
|Beta Code=o)gdohkosto/s
|Definition=ή, όν, [[eightieth]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Epid.</span>1.3</span>, <span class="bibl">Th.1.12</span>, etc.
|Definition=ὀγδοηκοστή, ὀγδοηκοστόν, [[eightieth]], Id.''Epid.''1.3, Th.1.12, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0290.png Seite 290]] der achtzigste, Thuc. 1, 22 u. A.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0290.png Seite 290]] der achtzigste, Thuc. 1, 22 u. A.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />[[quatre-vingtième]].<br />'''Étymologie:''' [[ὀγδοήκοντα]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὀγδοηκοστός:''' [[восьмидесятый]] Thuc.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀγδοηκοστός''': -ή, -όν, ὡς και νῦν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 941, Θουκ. 1. 22, κτλ.
|lstext='''ὀγδοηκοστός''': -ή, -όν, ὡς και νῦν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 941, Θουκ. 1. 22, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />quatre-vingtième.<br />'''Étymologie:''' [[ὀγδοήκοντα]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀγδοηκοστός]], -ή, -όν)<br />(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει [[κατά]] αριθμητική [[σειρά]] τον αριθμό [[ογδόντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ογδοηκοστό</i><br />καθένα από τα [[ογδόντα]] ίσα μέρη ενός όλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγδοήκο</i>-<i>ντα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στός</i> (<b>πρβλ.</b> <i>εβδομηκο</i>-<i>στός</i>, <i>εξηκο</i>-<i>στός</i>)].
|mltxt=-ή, -ό (Α [[ὀγδοηκοστός]], -ή, -όν)<br />(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει [[κατά]] αριθμητική [[σειρά]] τον αριθμό [[ογδόντα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ογδοηκοστό</i><br />καθένα από τα [[ογδόντα]] ίσα μέρη ενός όλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὀγδοήκο</i>-<i>ντα</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>στός</i> (<b>πρβλ.</b> [[εβδομηκοστός]], [[εξηκοστός]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὀγδοηκοστός:''' -ή, -όν ([[ὀγδοήκοντα]]), [[ογδοηκοστός]], σε Θουκ., κ.λπ.
|lsmtext='''ὀγδοηκοστός:''' -ή, -όν ([[ὀγδοήκοντα]]), [[ογδοηκοστός]], σε Θουκ., κ.λπ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὀγδοηκοστός:''' [[восьмидесятый]] Thuc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὀγδοηκοστός]], ή, όν [[ὀγδοήκοντα]]<br />eightieth, Thuc., etc.
|mdlsjtxt=[[ὀγδοηκοστός]], ή, όν [[ὀγδοήκοντα]]<br />eightieth, Thuc., etc.
}}
{{lxth
|lthtxt=''[[octogesimus]]'', [[eightieth]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:1.12.3/ 1.12.3], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:2.19.1/ 2.19.1].
}}
}}

Latest revision as of 14:34, 16 November 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀγδοηκοστός Medium diacritics: ὀγδοηκοστός Low diacritics: ογδοηκοστός Capitals: ΟΓΔΟΗΚΟΣΤΟΣ
Transliteration A: ogdoēkostós Transliteration B: ogdoēkostos Transliteration C: ogdoikostos Beta Code: o)gdohkosto/s

English (LSJ)

ὀγδοηκοστή, ὀγδοηκοστόν, eightieth, Id.Epid.1.3, Th.1.12, etc.

German (Pape)

[Seite 290] der achtzigste, Thuc. 1, 22 u. A.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
quatre-vingtième.
Étymologie: ὀγδοήκοντα.

Russian (Dvoretsky)

ὀγδοηκοστός: восьмидесятый Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

ὀγδοηκοστός: -ή, -όν, ὡς και νῦν, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄ 941, Θουκ. 1. 22, κτλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ὀγδοηκοστός, -ή, -όν)
(τακτικό αριθμτ.) αυτός που φέρει κατά αριθμητική σειρά τον αριθμό ογδόντα
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκοστό
καθένα από τα ογδόντα ίσα μέρη ενός όλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκο-ντα + -στός (πρβλ. εβδομηκοστός, εξηκοστός)].

Greek Monotonic

ὀγδοηκοστός: -ή, -όν (ὀγδοήκοντα), ογδοηκοστός, σε Θουκ., κ.λπ.

Middle Liddell

ὀγδοηκοστός, ή, όν ὀγδοήκοντα
eightieth, Thuc., etc.

Lexicon Thucydideum

octogesimus, eightieth, 1.12.3, 2.19.1.