ὀλεσήνωρ: Difference between revisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olesinor | |Transliteration C=olesinor | ||
|Beta Code=o)lesh/nwr | |Beta Code=o)lesh/nwr | ||
|Definition=ορος, ὁ, ἡ, [[man-destroying]], [[epithet]]of perjury, ὅρκοι | |Definition=-ορος, ὁ, ἡ, [[man-destroying]], [[epithet]]of perjury, ὅρκοι Thgn. 399, [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 28.273. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0319.png Seite 319]] ορος, Männer verderbend, zu Grunde richtend; [[ὅρκος]], vom Meineide, Theogn. 399; auch sp. D., wie Nonn. D. 28, 273. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0319.png Seite 319]] ορος, Männer verderbend, zu Grunde richtend; [[ὅρκος]], vom Meineide, Theogn. 399; auch sp. D., wie Nonn. D. 28, 273. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />[[qui perd les hommes]].<br />'''Étymologie:''' [[ὄλλυμι]], [[ἀνήρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀλεσήνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ καταστρέφων τοὺς ἄνδρας, ἐπίθετ. τοῦ ὅρκου, ἐπὶ ψευδορκίας, Θέογν. 399, Νόνν. Δ. 28. 267. | |lstext='''ὀλεσήνωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ καταστρέφων τοὺς ἄνδρας, ἐπίθετ. τοῦ ὅρκου, ἐπὶ ψευδορκίας, Θέογν. 399, Νόνν. Δ. 28. 267. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Latest revision as of 11:15, 25 August 2023
English (LSJ)
-ορος, ὁ, ἡ, man-destroying, epithetof perjury, ὅρκοι Thgn. 399, Nonn. D. 28.273.
German (Pape)
[Seite 319] ορος, Männer verderbend, zu Grunde richtend; ὅρκος, vom Meineide, Theogn. 399; auch sp. D., wie Nonn. D. 28, 273.
French (Bailly abrégé)
ορος (ὁ, ἡ)
qui perd les hommes.
Étymologie: ὄλλυμι, ἀνήρ.
Greek (Liddell-Scott)
ὀλεσήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ καταστρέφων τοὺς ἄνδρας, ἐπίθετ. τοῦ ὅρκου, ἐπὶ ψευδορκίας, Θέογν. 399, Νόνν. Δ. 28. 267.
Greek Monolingual
ὀλεσήνωρ, -ορος, ὁ, ἡ (Α)
(σχετικά με ψευδορκία) αυτός που καταστρέφει, που αφανίζει τους άντρες («φεύγειν' ὀλεσήνορας ὅρκους», Θέογν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < θ. ολεσ- του ὄλλυμι (πρβλ. ὤλεσα, ἀπόλεσις) + -ήνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. λυσ-ήνωρ. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
ὀλεσήνωρ: -ορος, ὁ, ἡ (ἀνήρ), αυτός που καταστρέφει τους άντρες, σε Θέογν.
Middle Liddell
ὀλεσ-ήνωρ, ορος, ὁ, ἡ, ἀνήρ
man-destroying, Theogn.