ὑψαύχενος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ δ' ἐμὴ ψυχὴ πάλαι τέθνηκεν, ὥστε τοῖς θανοῦσιν ὠφελεῖν → My soul died long ago so that I could give some help to the dead

Sophocles, Antigone, 559-60
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypsaychenos
|Transliteration C=ypsaychenos
|Beta Code=u(yau/xenos
|Beta Code=u(yau/xenos
|Definition=ον, = [[ὑψαύχην]], [[Ἄραβες]] Tim.Gaz. ap. <span class="bibl">Ar.Byz.<span class="title">Epit.</span> 147.27</span>.
|Definition=ὑψαύχενον, = [[ὑψαύχην]], [[Ἄραβες]] Tim.Gaz. ap. Ar.Byz.''Epit.'' 147.27.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψαύχενος]], -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>μτφ.</b> [[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]], [[ακατάδεχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτός που κρατά [[ψηλά]] το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[φιάλη]]) αυτός που έχει ψηλό λαιμό<br /><b>3.</b> (για [[κάθισμα]]) αυτός που έχει ψηλό [[ερεισίνωτο]], ψηλή [[ράχη]]<br /><b>4.</b> (για [[δέντρο]]) [[ψηλός]] («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αύχενος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]]), <b>πρβλ.</b> <i>ἐρι</i>-<i>αύχην</i>].
|mltxt=-η, -ο / [[ὑψαύχενος]], -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>μτφ.</b> [[υπεροπτικός]], [[αλαζόνας]], [[ακατάδεχτος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για [[άλογο]]) αυτός που κρατά [[ψηλά]] το [[κεφάλι]]<br /><b>2.</b> (για [[φιάλη]]) αυτός που έχει ψηλό λαιμό<br /><b>3.</b> (για [[κάθισμα]]) αυτός που έχει ψηλό [[ερεισίνωτο]], ψηλή [[ράχη]]<br /><b>4.</b> (για [[δέντρο]]) [[ψηλός]] («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὕψι</i> «[[ψηλά]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>αύχενος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[αὐχήν]], -[[ένος]]), [[πρβλ]]. [[ἐριαύχην]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:47, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑψαύχενος Medium diacritics: ὑψαύχενος Low diacritics: υψαύχενος Capitals: ΥΨΑΥΧΕΝΟΣ
Transliteration A: hypsaúchenos Transliteration B: hypsauchenos Transliteration C: ypsaychenos Beta Code: u(yau/xenos

English (LSJ)

ὑψαύχενον, = ὑψαύχην, Ἄραβες Tim.Gaz. ap. Ar.Byz.Epit. 147.27.

Greek (Liddell-Scott)

ὑψαύχενος: -ον, = ὑψαύχην, Χρησμ. Σιβ. 8. 37· τὸ γαῦρον καὶ ὑψαύχενον Γρηγ. Νύσσ. τ. 1, σ. 338Α.

Greek Monolingual

-η, -ο / ὑψαύχενος, -ον, ΝΜΑ, και ύψαύχην, -ενος, ὁ, ἡ, Α
μτφ. υπεροπτικός, αλαζόνας, ακατάδεχτος
αρχ.
1. (για άλογο) αυτός που κρατά ψηλά το κεφάλι
2. (για φιάλη) αυτός που έχει ψηλό λαιμό
3. (για κάθισμα) αυτός που έχει ψηλό ερεισίνωτο, ψηλή ράχη
4. (για δέντρο) ψηλός («ἐλάτην ὑψαύχενα ἴδοιμ' ἄν», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -αύχενος (< αὐχήν, -ένος), πρβλ. ἐριαύχην].