σχολύδριον: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
m (Text replacement - "Dim. of <b class="b3">([^\s-\.]*?[αΑάΆΒβΓγΔδεΕέΈΖζηΗήΉΘθιΙίΊϊΪΐΚκΛλΜμΝνΞξοΟςόΌΠπΡρΣσΤτυΥυύΎϋΫΰΦφΧχΨψωΩώΏ]+?[^\s-\.]*?)<\/b>" to "Dim. of $1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=scholydrion
|Transliteration C=scholydrion
|Beta Code=sxolu/drion
|Beta Code=sxolu/drion
|Definition=τό, Dim. of [[σχόλιον]], Tz.ad Lyc.1414 (<b class="b3">-ίδρια</b> codd. plerique).
|Definition=τό, ''Dim. of'' [[σχόλιον]], Tz.ad Lyc.1414 (-ίδρια codd. plerique).
}}
{{ls
|lstext='''σχολύδριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σχόλιον]], περὶ τοῦ Ξέρξου σχολύδρια Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1414. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.
}}
{{grml
|mltxt=τὸ, Μ<br />(ως υποκορ. του [[σχόλιον]]) μικρή ερμηνευτική [[σημείωση]] που γράφεται στο [[περιθώριο]] ή στα διάστιχα ενός κειμένου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σχόλιον]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ύδριον</i> ([[πρβλ]]. [[λογύδριον]])].
}}
}}

Latest revision as of 09:30, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σχολύδριον Medium diacritics: σχολύδριον Low diacritics: σχολύδριον Capitals: ΣΧΟΛΥΔΡΙΟΝ
Transliteration A: scholýdrion Transliteration B: scholydrion Transliteration C: scholydrion Beta Code: sxolu/drion

English (LSJ)

τό, Dim. of σχόλιον, Tz.ad Lyc.1414 (-ίδρια codd. plerique).

Greek (Liddell-Scott)

σχολύδριον: τό, ὑποκορ. τοῦ σχόλιον, περὶ τοῦ Ξέρξου σχολύδρια Τζέτζ. εἰς Λυκόφρ. 1414. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 147.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
(ως υποκορ. του σχόλιον) μικρή ερμηνευτική σημείωση που γράφεται στο περιθώριο ή στα διάστιχα ενός κειμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχόλιον + υποκορ. κατάλ. -ύδριον (πρβλ. λογύδριον)].