δυσμαί: Difference between revisions

From LSJ

καί τιν᾿ ὀίω αἵματί τ' ἐγκεφάλῳ τε παλαξέμεν ἄσπετον οὖδας ἀνδρῶν μνηστήρων, οἵ τοι βίοτον κατέδουσιν → and I think some one of the suitors that devour your property shall bespatter the vast earth with his blood and brains

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "αἱ" to "αἱ")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{bailly
{{bailly
|btext=ῶν ([[αἱ]]) :<br /><b>1</b> le coucher du soleil, des astres;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> la région où le soleil se couche, le couchant, l'occident.<br />'''Étymologie:''' [[δύνω]].
|btext=ῶν (αἱ) :<br /><b>1</b> [[le coucher du soleil]], [[des astres]];<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> [[la région où le soleil se couche]], [[le couchant]], [[l'occident]].<br />'''Étymologie:''' [[δύνω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 09:51, 10 December 2022

French (Bailly abrégé)

ῶν (αἱ) :
1 le coucher du soleil, des astres;
2 p. ext. la région où le soleil se couche, le couchant, l'occident.
Étymologie: δύνω.

Greek Monolingual

αι (AM δυσμαί, αι και δυσμή, η
Α δωρ. τ. και δυθμή)
1. το μέρος του ορίζοντα που δύει ο ήλιοςπρος δυσμάς», «πρὸς ἡλίου δυσμέων» — προς τα δυτικά)
2. το τελευταίο χρονικό διάστημα («εις τας δυσμάς του βίου του, της στρατιωτικής του υπηρεσίας» κ.λπ.
στο τέλος της ζωής του, της στρατιωτικής του υπηρεσίας κ.λπ.
β. «δυσμαί βίου» — τα γηρατειά, το τέλος της ζωής).

Russian (Dvoretsky)

δυσμαί: αἱ pl. к δυσμή.

English (Woodhouse)

(see also: δυσμή) set, setting of the sun

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)