πρέκι: Difference between revisions
Εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → A way of life disposed to silence is contemptible → Taciturna facile ingenia contemni solent → Gemein ist ein Charakter, über den man schweigt
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }} ") |
||
Line 2: | Line 2: | ||
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> οριζόντιο [[δοκάρι]] οικοδομής το οποίο τοποθετείται [[πάνω]] από [[άνοιγμα]] σε έναν τοίχο και [[συνήθως]] στο [[επάνω]] [[μέρος]] θύρας ή παραθύρου για την [[υποστήριξη]] της υπερκείμενης τοιχοποιίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μού άλλαξε τα πρέκια» — μέ ταλαιπώρησε πολύ, μού άλλαξε τα φώτα. | |mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> οριζόντιο [[δοκάρι]] οικοδομής το οποίο τοποθετείται [[πάνω]] από [[άνοιγμα]] σε έναν τοίχο και [[συνήθως]] στο [[επάνω]] [[μέρος]] θύρας ή παραθύρου για την [[υποστήριξη]] της υπερκείμενης τοιχοποιίας<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «μού άλλαξε τα πρέκια» — μέ ταλαιπώρησε πολύ, μού άλλαξε τα φώτα. | ||
}} | }} | ||
= | {{trml | ||
Breton: gourin; Bulgarian: трегер; Catalan: llinda; Chinese Mandarin: 過梁, 过梁, 橫楣子, 横楣子, 闌頭, 阑头, 門斗, 门斗, 門楣, 门楣; Czech: překlad; Dutch: [[latei]]; Estonian: sillus; Finnish: kamana; French: [[linteau]]; Galician: lumieira, lintel; German: [[Sturz]]; Greek: [[υπέρθυρο]], [[ανώφλι]], [[πρέκι]]; Ancient Greek: [[ὑπέρθυρον]], [[ὑπερθύριον]]; Hungarian: szemöldökfa; Icelandic: dyratré, ofdyri; Italian: [[piattabanda]]; Japanese: 鴨居; Kazakh: маңдайша; Maori: taupoki, kōrupe, kārupe; Norwegian: dekkstein, dekning, overdekning, overligger over, vindusbjelke; Polish: nadproże; Portuguese: [[lintel]]; Romanian: buiandrug, lintou; Russian: [[притолока]]; Serbo-Croatian: greda, nadvratnik; Spanish: [[lintel]], [[dintel]]; Swedish: dörrbalk, fönsterbalk, överstycke, dörrträ; Welsh: capan, lintel, gwarddrws | |trtx=Breton: gourin; Bulgarian: трегер; Catalan: llinda; Chinese Mandarin: 過梁, 过梁, 橫楣子, 横楣子, 闌頭, 阑头, 門斗, 门斗, 門楣, 门楣; Czech: překlad; Dutch: [[latei]]; Estonian: sillus; Finnish: kamana; French: [[linteau]]; Galician: lumieira, lintel; German: [[Sturz]]; Greek: [[υπέρθυρο]], [[ανώφλι]], [[πρέκι]]; Ancient Greek: [[ὑπέρθυρον]], [[ὑπερθύριον]]; Hungarian: szemöldökfa; Icelandic: dyratré, ofdyri; Italian: [[piattabanda]]; Japanese: 鴨居; Kazakh: маңдайша; Maori: taupoki, kōrupe, kārupe; Norwegian: dekkstein, dekning, overdekning, overligger over, vindusbjelke; Polish: nadproże; Portuguese: [[lintel]]; Romanian: buiandrug, lintou; Russian: [[притолока]]; Serbo-Croatian: greda, nadvratnik; Spanish: [[lintel]], [[dintel]]; Swedish: dörrbalk, fönsterbalk, överstycke, dörrträ; Welsh: capan, lintel, gwarddrws | ||
}} |
Latest revision as of 16:25, 10 September 2022
Greek Monolingual
το, Ν
1. οριζόντιο δοκάρι οικοδομής το οποίο τοποθετείται πάνω από άνοιγμα σε έναν τοίχο και συνήθως στο επάνω μέρος θύρας ή παραθύρου για την υποστήριξη της υπερκείμενης τοιχοποιίας
2. φρ. «μού άλλαξε τα πρέκια» — μέ ταλαιπώρησε πολύ, μού άλλαξε τα φώτα.
Translations
Breton: gourin; Bulgarian: трегер; Catalan: llinda; Chinese Mandarin: 過梁, 过梁, 橫楣子, 横楣子, 闌頭, 阑头, 門斗, 门斗, 門楣, 门楣; Czech: překlad; Dutch: latei; Estonian: sillus; Finnish: kamana; French: linteau; Galician: lumieira, lintel; German: Sturz; Greek: υπέρθυρο, ανώφλι, πρέκι; Ancient Greek: ὑπέρθυρον, ὑπερθύριον; Hungarian: szemöldökfa; Icelandic: dyratré, ofdyri; Italian: piattabanda; Japanese: 鴨居; Kazakh: маңдайша; Maori: taupoki, kōrupe, kārupe; Norwegian: dekkstein, dekning, overdekning, overligger over, vindusbjelke; Polish: nadproże; Portuguese: lintel; Romanian: buiandrug, lintou; Russian: притолока; Serbo-Croatian: greda, nadvratnik; Spanish: lintel, dintel; Swedish: dörrbalk, fönsterbalk, överstycke, dörrträ; Welsh: capan, lintel, gwarddrws