ἀναπαιστικός: Difference between revisions

From LSJ

διαφέρει δὲ ἡ κωμῳδία τῆς τραγῳδίας, ὅτι ἡ μὲν κωμῳδία ἀπὸ γέλωτος εἰς γέλωτα καταλήγει, ἡ δὲ τραγῳδία ἀπὸ θρήνου εἰς θρῆνον → comedy is different from tragedy, because comedy tapers off from laughter into laughter, but tragedy from lament into lament

Source
m (Text replacement - "(==Translations==)(?s)(\n)(.*)($)" to "{{trml |trtx=$3 }}")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anapaistikos
|Transliteration C=anapaistikos
|Beta Code=a)napaistiko/s
|Beta Code=a)napaistiko/s
|Definition=ή, όν, [[anapaestic]], [[anapestic]], D.H.Comp.25, Heph.8, Demetr. Eloc.189, etc.
|Definition=ἀναπαιστική, ἀναπαιστικόν, [[anapaestic]], [[anapestic]], D.H.Comp.25, Heph.8, Demetr. Eloc.189, etc.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[anapéstico]] [[τετράμετρον]] D.H.<i>Comp</i>.127.1, [[μέτρον]] Heph.8, σύνθεσις Demetr.<i>Eloc</i>.189, <i>metra</i> Ter.Maur.369, cf. Seru.4.461.27, Diom.1.504.30.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 15: Line 18:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀναπαιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἀνάπαιστον, Διον., Ἁλ. περὶ Συνθ. 35.
|lstext='''ἀναπαιστικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἀνάπαιστον, Διον., Ἁλ. περὶ Συνθ. 35.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ή, -όν<br />[[anapéstico]] [[τετράμετρον]] D.H.<i>Comp</i>.127.1, [[μέτρον]] Heph.8, σύνθεσις Demetr.<i>Eloc</i>.189, <i>metra</i> Ter.Maur.369, cf. Seru.4.461.27, Diom.1.504.30.
}}
}}
{{grml
{{grml

Latest revision as of 09:20, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναπαιστικός Medium diacritics: ἀναπαιστικός Low diacritics: αναπαιστικός Capitals: ΑΝΑΠΑΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: anapaistikós Transliteration B: anapaistikos Transliteration C: anapaistikos Beta Code: a)napaistiko/s

English (LSJ)

ἀναπαιστική, ἀναπαιστικόν, anapaestic, anapestic, D.H.Comp.25, Heph.8, Demetr. Eloc.189, etc.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
anapéstico τετράμετρον D.H.Comp.127.1, μέτρον Heph.8, σύνθεσις Demetr.Eloc.189, metra Ter.Maur.369, cf. Seru.4.461.27, Diom.1.504.30.

German (Pape)

[Seite 200] ή, όν, anapästisch, D. H. Von

Greek (Liddell-Scott)

ἀναπαιστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὸν ἀνάπαιστον, Διον., Ἁλ. περὶ Συνθ. 35.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναπαιστικός, -ή, -όν) ἀνάπαιστος
(για μέτρα ή στίχους) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ανάπαιστο ή αυτός που αποτελείται από αναπαίστους.

Translations

French: anapestique; German: anapästisch; Greek: αναπαιστικός; Italian: anapestico; Latin: anapaestus, anapaesticus; Polish: anapestyczny; Portuguese: anapéstico; Spanish: anapéstico