διάδικος: Difference between revisions

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diadikos
|Transliteration C=diadikos
|Beta Code=dia/dikos
|Beta Code=dia/dikos
|Definition=<b class="b3">τὸ εἰς δίκην καλεῖν</b> (Att.), Hsch.
|Definition=<b class="b3">τὸ εἰς δίκην καλεῖν</b> (Att.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[διάδικος]])<br />αυτός που δικάζεται [[είτε]] ως [[αντίδικος]] [[είτε]] ως [[ομόδικος]]<br /><b>2.</b> ο [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> ο [[διαιτητής]]<br /><b>4.</b> ο [[τιμωρός]] [[διώκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />το έτερο τών δικαζόμενων [[μερών]].
|mltxt=ο (AM [[διάδικος]])<br />αυτός που δικάζεται [[είτε]] ως [[αντίδικος]] [[είτε]] ως [[ομόδικος]]<br /><b>2.</b> ο [[μάρτυρας]]<br /><b>3.</b> ο [[διαιτητής]]<br /><b>4.</b> ο [[τιμωρός]] [[διώκτης]]<br /><b>αρχ.</b><br />το έτερο τών δικαζόμενων [[μερών]].
}}
{{pape
|ptext=ὁ, <i>der [[Prozessierende]]</i>, Hesych.; <i>der [[Gegner]]</i>, Sp.
}}
}}

Latest revision as of 09:26, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάδῐκος Medium diacritics: διάδικος Low diacritics: διάδικος Capitals: ΔΙΑΔΙΚΟΣ
Transliteration A: diádikos Transliteration B: diadikos Transliteration C: diadikos Beta Code: dia/dikos

English (LSJ)

τὸ εἰς δίκην καλεῖν (Att.), Hsch.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ jur. parte contraria, adversario en un litigio Cod.Iust.3.10.1.1, Bass.Suppl.p.45.29, Iust.Edict.7.1, 2, ὡς καὶ δ. καὶ κριτὴς καὶ δήμιος αὐτῶν γενέσθαι Isid.Pel.Ep.M.78.537A, cf. MAMA 4.325 (Galacia IV/V d.C.), Chrys.M.59.759.

Greek (Liddell-Scott)

διάδῐκος: ὁ, τὸ ἕτερον τῶν δικαζομένων μερῶν, Ἰω. Χρυσ. 6, 806, Ἰσίδ. Πηλουσ. κτλ.

Greek Monolingual

ο (AM διάδικος)
αυτός που δικάζεται είτε ως αντίδικος είτε ως ομόδικος
2. ο μάρτυρας
3. ο διαιτητής
4. ο τιμωρός διώκτης
αρχ.
το έτερο τών δικαζόμενων μερών.

German (Pape)

ὁ, der Prozessierende, Hesych.; der Gegner, Sp.