γραμματοδιδασκαλεῖον: Difference between revisions

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0504.png Seite 504]] τό, die Schule, Plut. Symp. 7, 8, 3; Luc.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0504.png Seite 504]] τό, die Schule, Plut. Symp. 7, 8, 3; Luc.
}}
{{ls
|lstext='''γραμμᾰτοδῐδασκαλεῖον''': τό, = [[γραμματεῖον]] 4, Πλούτ. 2. 712Α.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />école enfantine.<br />'''Étymologie:''' γραμματοδιδάσκαλος.
|btext=ου (τό) :<br />[[école enfantine]].<br />'''Étymologie:''' γραμματοδιδάσκαλος.
}}
}}
{{grml
{{elnl
|mltxt=γραμματοδιδασκαλεῖον, το (Α)<br />[[σχολείο]] στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.
|elnltext=[[γραμματοδιδασκαλεῖον]] -ου, τό [[γραμματοδιδάσκαλος]] (basis)school.
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''γραμματοδιδασκαλεῖον:''' τό [[начальная школа]] Luc., Plut.
|elrutext='''γραμματοδιδασκαλεῖον:''' τό [[начальная школа]] Luc., Plut.
}}
}}
{{elnl
{{ls
|elnltext=[[γραμματοδιδασκαλεῖον]] -ου, τό [[γραμματοδιδάσκαλος]] (basis)school.
|lstext='''γραμμᾰτοδῐδασκαλεῖον''': τό, = [[γραμματεῖον]] 4, Πλούτ. 2. 712Α.
}}
{{grml
|mltxt=γραμματοδιδασκαλεῖον, το (Α)<br />[[σχολείο]] στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.
}}
}}

Latest revision as of 13:11, 8 January 2023

English (LSJ)

τό, = γραμματεῖονΙΙ, Plu.2.712a, al.

Spanish (DGE)

-ου, τό
escuela elemental ὥστε γ. ἡμῖν γενέσθαι τὸ συμπόσιον Plu.2.712a, τὴν ... παιδικὴν ἡλικίαν παραλλάσσων ἐπέστη γραμματοδιδασκαλείῳ Plu.Alc.7, cf. 2.278e, SB 7268 (I/II d.C.).

German (Pape)

[Seite 504] τό, die Schule, Plut. Symp. 7, 8, 3; Luc.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
école enfantine.
Étymologie: γραμματοδιδάσκαλος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γραμματοδιδασκαλεῖον -ου, τό γραμματοδιδάσκαλος (basis)school.

Russian (Dvoretsky)

γραμματοδιδασκαλεῖον: τό начальная школа Luc., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

γραμμᾰτοδῐδασκαλεῖον: τό, = γραμματεῖον 4, Πλούτ. 2. 712Α.

Greek Monolingual

γραμματοδιδασκαλεῖον, το (Α)
σχολείο στοιχειώδους εκπαιδεύσεως.