βύσμα: Difference between revisions

From LSJ

δέξηται, δέχονται, ύπεδέξατο, προσδέχεται → should receive, receive, received, receives

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=vysma
|Transliteration C=vysma
|Beta Code=bu/sma
|Beta Code=bu/sma
|Definition=ατος, τό, (βύω) [[plug]], [[bung]], <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>2.114</span> (pl.), <span class="bibl">Ar.<span class="title">Fr.</span> 299</span>; <b class="b3">Στίλπωνος βύσματα</b> Stilpo's [[stoppers]], i. e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, <span class="bibl">Diph.23</span>.
|Definition=-ατος, τό, ([[βύω]]) [[plug]], [[bung]], Hp.''Mul.''2.114 (pl.), Ar.''Fr.'' 299; <b class="b3">Στίλπωνος βύσματα</b> Stilpo's [[stoppers]], i.e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, Diph.23.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0468.png Seite 468]] τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com. Hesych.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0468.png Seite 468]] τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com. Hesych.
}}
{{elru
|elrutext='''βύσμα:''' ατος τό затычка, пробка Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[βύσμα]]) [[βύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[γέμισμα]] του έξω ακουστικού πόρου με [[κυψελίδα]]<br /><b>2.</b> ηλεκτρολογικό [[εξάρτημα]] του οποίου το ένα [[άκρο]] εισάγεται σε κατάλληλη [[υποδοχή]] και εξασφαλίζει την ηλεκτρική [[σύνδεση]] των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην [[υποδοχή]]<br />(αρχ. -μσν.) η [[απόφραξη]], το [[φράξιμο]].
|mltxt=το (AM [[βύσμα]]) [[βύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> το [[γέμισμα]] του έξω ακουστικού πόρου με [[κυψελίδα]]<br /><b>2.</b> ηλεκτρολογικό [[εξάρτημα]] του οποίου το ένα [[άκρο]] εισάγεται σε κατάλληλη [[υποδοχή]] και εξασφαλίζει την ηλεκτρική [[σύνδεση]] των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην [[υποδοχή]]<br />(αρχ. -μσν.) η [[απόφραξη]], το [[φράξιμο]].
}}
{{elru
|elrutext='''βύσμα:''' ατος τό затычка, пробка Arph.
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βύσμα Medium diacritics: βύσμα Low diacritics: βύσμα Capitals: ΒΥΣΜΑ
Transliteration A: býsma Transliteration B: bysma Transliteration C: vysma Beta Code: bu/sma

English (LSJ)

-ατος, τό, (βύω) plug, bung, Hp.Mul.2.114 (pl.), Ar.Fr. 299; Στίλπωνος βύσματα Stilpo's stoppers, i.e. arguments with which he stopped his opponents' mouths, Diph.23.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
tapón, bitoque de recipientes para líquidos β. καὶ γευστήριον Ar.Fr.310.2, hecho c. fibras vegetales, utilizado en medic. φλόμου βύσματα ἀπὸ ἐλαιηρῶν κεραμίων Hp.Mul.2.114, cf. Gal.14.483, de una cánula, Hp.Steril.222
fig. Στίλπωνος βύσματα tapones de Estilpón argumentos con los que tapaba la boca a sus interlocutores, Sophil.2A.

German (Pape)

[Seite 468] τό, das Hineingestopfte, Pfropf, Spund, Hippocr.; Ar. fr. bei Schol. Ar. Ran. 246 u. a. com. Hesych.

Russian (Dvoretsky)

βύσμα: ατος τό затычка, пробка Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βύσμα: τό, (βύω) στούπωμα, βούλλωμα, Ἱππ. 640. 12, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 285· Στίλπωνος βύσματα, στουπώματα, βουλλώματα τοῦ Στίλπ., δηλ. ἐπιχειρήματα, δι’ὧν ἐφίμου τῶν ἀντιπάλων του τὰ στόματα, Δίφιλ. Γαμ. 2.

Greek Monolingual

το (AM βύσμα) βύω
νεοελλ.
1. το γέμισμα του έξω ακουστικού πόρου με κυψελίδα
2. ηλεκτρολογικό εξάρτημα του οποίου το ένα άκρο εισάγεται σε κατάλληλη υποδοχή και εξασφαλίζει την ηλεκτρική σύνδεση των αγωγών του άλλου άκρου του με τους αγωγούς οι οποίοι καταλήγουν στην υποδοχή
(αρχ. -μσν.) η απόφραξη, το φράξιμο.