αὐτολεξεί: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=aftoleksei
|Transliteration C=aftoleksei
|Beta Code=au)tolecei/
|Beta Code=au)tolecei/
|Definition=Adv. [[with the very words]], [[in express words]], <span class="bibl">Ph.2.597</span>.
|Definition=Adv. [[with the very words]], [[in express words]], Ph.2.597.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐτολεξεί''': ἐπίρρ., αὐταῖς λέξεσι, Κλήμ. Ἀλ. 804: - οὕτω καὶ ἐπίθ. αὐτόλεκτος, ον, «ἵνα καὶ τῆς αὐτολέκτου [[αὐτοῦ]] λέξεως μνημονεύσω ἥν αὐτολεξεὶ αὐτὸς εἶπεν» Βίος Σάβα ἐν Cotel. Eccl. Cr. Mon. τ. 3. σ. 331 Α. - Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτολεξεί]], Ἰω. Δαμ. Τ. 2. σ. 856D.
|lstext='''αὐτολεξεί''': ἐπίρρ., αὐταῖς λέξεσι, Κλήμ. Ἀλ. 804: - οὕτω καὶ ἐπίθ. αὐτόλεκτος, ον, «ἵνα καὶ τῆς αὐτολέκτου αὐτοῦ λέξεως μνημονεύσω ἥν αὐτολεξεὶ αὐτὸς εἶπεν» Βίος Σάβα ἐν Cotel. Eccl. Cr. Mon. τ. 3. σ. 331 Α. - Ἐπίρρ. -τως, [[αὐτολεξεί]], Ἰω. Δαμ. Τ. 2. σ. 856D.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[αὐτολεξεί]]) <b>επίρρ.</b><br />με τα [[ίδια]] ακριβώς [[λόγια]], [[κατά]] [[λέξη]].
|mltxt=(AM [[αὐτολεξεί]]) <b>επίρρ.</b><br />με τα [[ίδια]] ακριβώς [[λόγια]], [[κατά]] [[λέξη]].
}}
}}

Latest revision as of 12:03, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτολεξεί Medium diacritics: αὐτολεξεί Low diacritics: αυτολεξεί Capitals: ΑΥΤΟΛΕΞΕΙ
Transliteration A: autolexeí Transliteration B: autolexei Transliteration C: aftoleksei Beta Code: au)tolecei/

English (LSJ)

Adv. with the very words, in express words, Ph.2.597.

Spanish (DGE)

adv. con las mismas palabras διερμηνεύειν αὐ. explicarlo con las mismas palabras Ph.2.597, cf. Olymp.Iob 16.9.

German (Pape)

[Seite 398] mit den nämlichen Worten, Wort für Wort, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

αὐτολεξεί: ἐπίρρ., αὐταῖς λέξεσι, Κλήμ. Ἀλ. 804: - οὕτω καὶ ἐπίθ. αὐτόλεκτος, ον, «ἵνα καὶ τῆς αὐτολέκτου αὐτοῦ λέξεως μνημονεύσω ἥν αὐτολεξεὶ αὐτὸς εἶπεν» Βίος Σάβα ἐν Cotel. Eccl. Cr. Mon. τ. 3. σ. 331 Α. - Ἐπίρρ. -τως, αὐτολεξεί, Ἰω. Δαμ. Τ. 2. σ. 856D.

Greek Monolingual

(AM αὐτολεξεί) επίρρ.
με τα ίδια ακριβώς λόγια, κατά λέξη.