ἀναμολεῖν: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=anamolein
|Transliteration C=anamolein
|Beta Code=a)namolei=n
|Beta Code=a)namolei=n
|Definition=ἀνέμολον, aor. 2 with no pres. in use (cf. [[βλώσκω]]), [[go through]], ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν <span class="bibl">E.<span class="title">Hec.</span>928</span>.
|Definition=ἀνέμολον, aor. 2 with no pres. in use (cf. [[βλώσκω]]), [[go through]], ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν E.''Hec.''928.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0198.png Seite 198]] in tmesi, ἀνὰ δὲ [[κέλαδος]] ἔμολε πὁλιν Eur. Hec. 928, hindurchgehen, sich überall hin verbreiten.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0198.png Seite 198]] in tmesi, ἀνὰ δὲ [[κέλαδος]] ἔμολε πὁλιν Eur. Hec. 928, hindurchgehen, sich überall hin verbreiten.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμολεῖν:''' (inf. aor. 2) пройти, пронестись: ἀνὰ δὲ [[κέλαδος]] ἔμολε πόλιν Eur. клич пронесся по городу.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 20: Line 23:
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀναμολεῖν:''' απαρ. του ἀν-[[έμολον]], αόρ. βʹ του [[ἀναβλώσκω]], [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]], με αιτ., σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀναμολεῖν:''' απαρ. του ἀν-[[έμολον]], αόρ. βʹ του [[ἀναβλώσκω]], [[διέρχομαι]], [[διαπερνώ]], με αιτ., σε Ευρ.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀναμολεῖν:''' (inf. aor. 2) пройти, пронестись: ἀνὰ δὲ [[κέλαδος]] ἔμολε πόλιν Eur. клич пронесся по городу.
}}
}}

Latest revision as of 11:20, 25 August 2023

English (LSJ)

ἀνέμολον, aor. 2 with no pres. in use (cf. βλώσκω), go through, ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν E.Hec.928.

Spanish (DGE)

v. ἀναβλώσκω.

German (Pape)

[Seite 198] in tmesi, ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πὁλιν Eur. Hec. 928, hindurchgehen, sich überall hin verbreiten.

Russian (Dvoretsky)

ἀναμολεῖν: (inf. aor. 2) пройти, пронестись: ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν Eur. клич пронесся по городу.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναμολεῖν: ἀνέμολον, ἀόρ. β΄ ἄνευ ἐνεστῶτος ἐν χρήσει (πρβλ. βλώσκω), διέρχομαι, (ἐν τμήσει) ἀνὰ δὲ κέλαδος ἔμολε πόλιν Εὐρ. Ἑκ. 928.

Greek Monotonic

ἀναμολεῖν: απαρ. του ἀν-έμολον, αόρ. βʹ του ἀναβλώσκω, διέρχομαι, διαπερνώ, με αιτ., σε Ευρ.