ἐκφαντικός: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekfantikos
|Transliteration C=ekfantikos
|Beta Code=e)kfantiko/s
|Beta Code=e)kfantiko/s
|Definition=ή, όν,= [[ἐκφαντορικός]], Procl.<b class="b2">in Alc.Praef</b>. ([[si vera lectio|s.v.l.]]).
|Definition=ή, όν,= [[ἐκφαντορικός]], Procl.''in Alc.Praef''. ([[si vera lectio|s.v.l.]]).
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκφαντικός]], -ή, -όν)<br />Ι. [[εκφαντορικός]], αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή [[ικανότητα]] να φανερώνει, να αποκαλύπτει, [[εκδηλωτικός]], [[αποκαλυπτικός]]<br />«[[δόγμα]] ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» <b>(Ιάμβλ.)</b><br />[[δόγμα]] που φανερώνει, που αποκαλύπτει την [[υπεροχή]] τών θεών<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>εκφαντικώς</i><br />με τρόπο αποκαλυπτικό.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐκφαντικός]], -ή, -όν)<br />Ι. [[εκφαντορικός]], αυτός που έχει την [[ιδιότητα]] ή [[ικανότητα]] να φανερώνει, να αποκαλύπτει, [[εκδηλωτικός]], [[αποκαλυπτικός]]<br />«[[δόγμα]] ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» <b>(Ιάμβλ.)</b><br />[[δόγμα]] που φανερώνει, που αποκαλύπτει την [[υπεροχή]] τών θεών<br />II. <b>επίρρ.</b> <i>εκφαντικώς</i><br />με τρόπο αποκαλυπτικό.
}}
{{pape
|ptext=ή, όν, <i>[[deutlich]] [[machend]], [[offenbarend]]</i>, Iambl.<br><b class="num">• Adv.</b>, Plut. <i>consol. ad Apoll</i>. p. 322.
}}
}}

Latest revision as of 13:15, 25 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκφαντικός Medium diacritics: ἐκφαντικός Low diacritics: εκφαντικός Capitals: ΕΚΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: ekphantikós Transliteration B: ekphantikos Transliteration C: ekfantikos Beta Code: e)kfantiko/s

English (LSJ)

ή, όν,= ἐκφαντορικός, Procl.in Alc.Praef. (s.v.l.).

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 de la divinidad revelador, iluminador c. gen. θεῷ τῷ τῆς ὅλης ἀληθείας ἐκφαντικῷ Procl.in Alc.proem.5
crist. Λόγος τῶν τοῦ Πατρὸς θελημάτων ἐ. Cyr.Al.M.74.504C
del discurso elucidador, clarificador δι' ... ἐκφαντικωτέρων λέξεων διασαφῆσαι Dion.Ar.DN 4.11
neutr. plu. sup. como adv. ἐκφαντικώτατα δέ μοι δοκεῖ ... εἰπεῖν de un pasaje bíblico, Cyr.Al.M.73.972C.
2 adv. -ῶς como una manifestación divina ἐ. ἕκαστα καταλαμβάνειν de fenómenos luminosos en el Sinaí, Aristobul.Alex.1.17 (p.221), de la generación del Hijo en la Trinidad, ἐ., ὡς ἐν ἐκλάμψει θεοπρεπεῖ Cyr.Al.M.73.180C.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἐκφαίνων, δηλωτικός, Ἰαμβλ. Προτρ. 322 Kiessl. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς Πλούτ. 2. 104C.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκφαντικός, -ή, -όν)
Ι. εκφαντορικός, αυτός που έχει την ιδιότητα ή ικανότητα να φανερώνει, να αποκαλύπτει, εκδηλωτικός, αποκαλυπτικός
«δόγμα ἐκφαντικὸν τῆς τῶν θεῶν ὑπεροχῆς» (Ιάμβλ.)
δόγμα που φανερώνει, που αποκαλύπτει την υπεροχή τών θεών
II. επίρρ. εκφαντικώς
με τρόπο αποκαλυπτικό.

German (Pape)

ή, όν, deutlich machend, offenbarend, Iambl.
• Adv., Plut. consol. ad Apoll. p. 322.