ἐκτομάς: Difference between revisions
ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ektomas | |Transliteration C=ektomas | ||
|Beta Code=e)ktoma/s | |Beta Code=e)ktoma/s | ||
|Definition= | |Definition=ἐκτομάδος, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[wicket-gate]], Aen.Tact. 24.5, ''Stud.Pal.''20.211.9.<br><span class="bld">II</span> = [[περικεφαλαία]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]<br><span class="bld">III</span> a kind of [[spear]] ([[nisi legendum|nisi leg.]] [[ἐκτομάδια]]), Id. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-άδος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[postigo]], [[portillo]] ἐ. πυλίς Aen.Tact.24.5, ἐ. διαβητική portillo de paso</i>, <i>Stud.Pal</i>.20.211.9 (V/VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> ἐ. | |dgtxt=-άδος, ἡ<br /><b class="num">1</b> [[postigo]], [[portillo]] ἐ. πυλίς Aen.Tact.24.5, ἐ. διαβητική portillo de paso</i>, <i>Stud.Pal</i>.20.211.9 (V/VI d.C.).<br /><b class="num">2</b> ἐ.· περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν Hsch. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐκτομάδος, ἡ,
A wicket-gate, Aen.Tact. 24.5, Stud.Pal.20.211.9.
II = περικεφαλαία, Hsch.
III a kind of spear (nisi leg. ἐκτομάδια), Id.
Spanish (DGE)
-άδος, ἡ
1 postigo, portillo ἐ. πυλίς Aen.Tact.24.5, ἐ. διαβητική portillo de paso, Stud.Pal.20.211.9 (V/VI d.C.).
2 ἐ.· περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν Hsch.
German (Pape)
[Seite 782] άδος, ἡ, eine kleine Thür im Thore, Aen. Tact.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκτομάς: -άδος, ἡ, πυλίς, μικρὰ θύρα κατεσκευασμένη εἰς τὸ θυρόφυλλον μεγάλης πύλης, οἵας καὶ νῦν βλέπει τις ἐν τοῖς ἐργοστασίοις καὶ ἀλλαχοῦ, Αἰν. Τακτ. 24. 28· προσέτι καθ’ Ἡσύχ. «περικεφαλαία, ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν».
Greek Monolingual
ἐκτομάς, η (Α)
1. μικρή πόρτα κατασκευασμένη στο θυρόφυλλο μεγάλης πύλης απ' όπου μπαινοβγαίνουν μεμονωμένα άτομα για να μην ανοίγει ολόκληρη η πύλη
2. «περικεφαλαία ἧς οἱ ὀφθαλμοὶ διαλάμπουσιν» (Ησύχ.).