ἐντερικός: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=enterikos
|Transliteration C=enterikos
|Beta Code=e)nteriko/s
|Beta Code=e)nteriko/s
|Definition=ή, όν, [[intestinal]], ἀποφυάδες <span class="bibl">Arist.<span class="title">PA</span>675a17</span>.
|Definition=ἐντερική, ἐντερικόν, [[intestinal]], ἀποφυάδες [[Aristotle|Arist.]]''[[De Partibus Animalium|PA]]''675a17.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0855.png Seite 855]] zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντερικός:''' [[кишечный]] (ἀποφυάδες Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐντερικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική [[πάθηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) <i>τὰ ἐντερικά</i><br />ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[ἐντερικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική [[πάθηση]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) <i>τὰ ἐντερικά</i><br />ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.
}}
{{elru
|elrutext='''ἐντερικός:''' [[кишечный]] (ἀποφυάδες Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 11:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντερικός Medium diacritics: ἐντερικός Low diacritics: εντερικός Capitals: ΕΝΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: enterikós Transliteration B: enterikos Transliteration C: enterikos Beta Code: e)nteriko/s

English (LSJ)

ἐντερική, ἐντερικόν, intestinal, ἀποφυάδες Arist.PA675a17.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
anat. intestinal ἀποφυὰς ἐντερική apéndice intestinal Arist.PA 675a18.

German (Pape)

[Seite 855] zum Innern, zu den Eingeweiden gehörig, Arist. part. an. 3, 14.

Russian (Dvoretsky)

ἐντερικός: кишечный (ἀποφυάδες Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐντερικός: -ή, -όν, ὁ τῶν ἐντέρων, εἰς τὰ ἔντερα ἀνήκων, ἀποφυάδες ἐντερικαὶ Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 14, 4.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐντερικός, -ή, -όν)
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα έντερα («εντερική πάθηση»)
νεοελλ.
(το ουδ. πληθ. ως. ουσ.) τὰ ἐντερικά
ασθένειες ή λοιμώξεις τών εντέρων.