ἔντριτος: Difference between revisions
κεραυνὸν ἐν γλώττῃ φέρειν → carry a thunderbolt on his tongue
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(2 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=entritos | |Transliteration C=entritos | ||
|Beta Code=e)/ntritos | |Beta Code=e)/ntritos | ||
|Definition= | |Definition=ἔντριτον,<br><span class="bld">A</span> [[of three strands]], [[threefold]], σπαρτίον [[LXX]] ''Ec.''4.12.<br><span class="bld">II</span> = Lat. [[sequester]], ''Glossaria''. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
ἔντριτον,
A of three strands, threefold, σπαρτίον LXX Ec.4.12.
II = Lat. sequester, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ον
1 triple, trenzado de tres cabos τὸ σπαρτίον τὸ ἔ. οὐ ταχέως ἀπορραγήσεται la cuerda de tres cabos no se romperá deprisa LXX Ec.4.12, σχοινίον Chrys.M.61.755
•fig. o alegór. ἡ ἔ. ἀγάπη ref. a Marta, María y Lázaro, Eust.Ant.Laz.16, cf. Euagr.Pont.Schol.Ec.31.1.
2 tercero, PPetaus 117.21, cf. 12, 17 (II d.C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔντρῐτος: -ον, ἐκ τριῶν τόνων ἢ λίνων, ἐπὶ σχοινίου, τριπλοῦν, σπαρτίον ἔντριτον Ἑβδ. (Ἐκκλ. Δ΄, 12).
Greek Monolingual
(AM ἔντριτος, -ον)
(για σχοινί) φρ. «ἔντριτον λίνον ή σπαρτίον ή σχοινίον» — το σχοινί που κατασκευάζεται από τρία συνεστραμμένα έμβολα, δηλ. από τρεις κλωστές, τριπλό, τρίμπουλο, τρίκλωνο
μσν.
1. αυτός που μεσιτεύει, ο μεσεγγυητής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔντριτον
φεουδαλικός φόρος ίσος με το ένα τρίτο του εισοδήματος, η εντριτεία.