εἱλιτενής: Difference between revisions

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />qui s'allonge en spirale, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἱλίσσω]], [[τείνω]].
|btext=ής, ές :<br />qui s'allonge en spirale, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εἱλίσσω]], [[τείνω]].
}}
{{elru
|elrutext='''εἱλιτενής:''' [[ἕλος]] тянущийся по болотам, по друг. [[ἑλίσσω]] вьющийся ([[ἄγρωστις]] Theocr.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 10: Line 13:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἱλιτενής:''' -ές, προσων. του φυτού [[ἄγρωστις]], σε Θεόκρ. (πιθ. από τα [[ἕλος]], [[τείνω]]), αυτός που εξαπλώνεται μέσω των βάλτων.
|lsmtext='''εἱλιτενής:''' -ές, προσων. του φυτού [[ἄγρωστις]], σε Θεόκρ. (πιθ. από τα [[ἕλος]], [[τείνω]]), αυτός που εξαπλώνεται μέσω των βάλτων.
}}
{{elru
|elrutext='''εἱλιτενής:''' [[ἕλος]] тянущийся по болотам, по друг. [[ἑλίσσω]] вьющийся ([[ἄγρωστις]] Theocr.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />epith. of the [[plant]] [[ἄγρωστις]], Theocr., prob. from [[ἕλος]], [[τείνω]] spreading [[through]] marshes.
|mdlsjtxt=epith. of the [[plant]] [[ἄγρωστις]], Theocr., prob. from [[ἕλος]], [[τείνω]] spreading [[through]] marshes.
}}
}}

Latest revision as of 11:55, 3 March 2024

German (Pape)

[Seite 729] ἄγρωστις, durch Sümpfe (ἕλος) sich hinerstreckend, wuchernd, Theocr. 13, 42, vgl. gehol. u. E. M 299, 18.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui s'allonge en spirale, plante.
Étymologie: εἱλίσσω, τείνω.

Russian (Dvoretsky)

εἱλιτενής: ἕλος тянущийся по болотам, по друг. ἑλίσσω вьющийся (ἄγρωστις Theocr.).

Greek (Liddell-Scott)

εἱλιτενής: -ές, ἐπίθ. τῆς ἀγρώστιδος, καὶ θάλλοντα σέλινα καὶ εἱλιτενὴς ἄγρωστις, «ἐν τοῖς ἕλεσι γινομένη· ῥιζοβόλος γάρ, ἐπὶ πολὺ διικνουμένη· πλεονασμῷ τοῦ ι» Ἐτυμ. Μ. 299, 17.

Greek Monotonic

εἱλιτενής: -ές, προσων. του φυτού ἄγρωστις, σε Θεόκρ. (πιθ. από τα ἕλος, τείνω), αυτός που εξαπλώνεται μέσω των βάλτων.

Middle Liddell

epith. of the plant ἄγρωστις, Theocr., prob. from ἕλος, τείνω spreading through marshes.