τετραγωνίζω: Difference between revisions

m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=tetragonizo
|Transliteration C=tetragonizo
|Beta Code=tetragwni/zw
|Beta Code=tetragwni/zw
|Definition=<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[make square]], [[square]], of lines or numbers, <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>527a</span>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">Metaph.</span>996b21</span>; <b class="b3">ὅσαι γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον . . ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι</b> all lines which [[form]] an equilateral number [[as their square]], <span class="bibl">Pl. <span class="title">Tht.</span>148a</span>; <b class="b3">τ. τὸν κύκλον</b> [[square]] the circle, <span class="bibl">Arist.<span class="title">SE</span>171b16</span>:—Pass., <span class="bibl">Id.<span class="title">APr.</span>69a31</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Astrol., to [[be in quartile aspect]], <span class="bibl">Ptol.<span class="title">Tetr.</span> 34</span>.</span>
|Definition=<span class="bld">A</span> [[make square]], [[square]], of lines or numbers, [[Plato|Pl.]]''[[Republic|R.]]'' 527a, [[Aristotle|Arist.]]''[[Metaphysics|Metaph.]]''996b21; <b class="b3">ὅσαι γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον.. ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι</b> all lines which [[form]] an equilateral number [[as their square]], Pl. ''Tht.''148a; <b class="b3">τ. τὸν κύκλον</b> [[square]] the circle, Arist.''SE''171b16:—Pass., Id.''APr.''69a31.<br><span class="bld">2</span> Astrol., to [[be in quartile aspect]], Ptol.''Tetr.'' 34.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<b>1</b> rendre carré <i>ou</i> quadrangulaire;<br /><b>2</b> être carré <i>ou</i> quadrangulaire.<br />'''Étymologie:''' [[τετράγωνος]].
|btext=<b>1</b> [[rendre carré]] <i>ou</i> quadrangulaire;<br /><b>2</b> [[être carré]] <i>ou</i> quadrangulaire.<br />'''Étymologie:''' [[τετράγωνος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾰγωνίζω:'''<br /><b class="num">1</b> [[делать четырехугольным]], [[превращать в квадрат]]: τ. τὸν κύκλον Arst. заниматься квадратурой круга;<br /><b class="num">2</b> [[возводить в квадрат]] (ἀριθμόν Plat.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετρᾰγωνίζω:''' Αττ. μέλ. <i>τετραγωνιῶ</i>, κάνω [[κάτι]] [[τετράγωνο]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''τετρᾰγωνίζω:''' Αττ. μέλ. <i>τετραγωνιῶ</i>, κάνω [[κάτι]] [[τετράγωνο]], σε Πλάτ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετρᾰγωνίζω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[делать четырехугольным]], [[превращать в квадрат]]: τ. τὸν κύκλον Arst. заниматься квадратурой круга;<br /><b class="num">2)</b> [[возводить в квадрат]] (ἀριθμόν Plat.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=τετρᾰγωνίζω,<br />to make [[square]], Plat.
|mdlsjtxt=τετρᾰγωνίζω,<br />to make [[square]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:24, 25 August 2023

English (LSJ)

A make square, square, of lines or numbers, Pl.R. 527a, Arist.Metaph.996b21; ὅσαι γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον.. ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι all lines which form an equilateral number as their square, Pl. Tht.148a; τ. τὸν κύκλον square the circle, Arist.SE171b16:—Pass., Id.APr.69a31.
2 Astrol., to be in quartile aspect, Ptol.Tetr. 34.

German (Pape)

[Seite 1097] viereckig machen; Plat. Theaet. 148 a; κύκλον, Arist. soph. el. 11.

French (Bailly abrégé)

1 rendre carré ou quadrangulaire;
2 être carré ou quadrangulaire.
Étymologie: τετράγωνος.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰγωνίζω:
1 делать четырехугольным, превращать в квадрат: τ. τὸν κύκλον Arst. заниматься квадратурой круга;
2 возводить в квадрат (ἀριθμόν Plat.).

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰγωνίζω: μέλλ. Ἀττικ. -ιῶ, ποιῶ τι τετράγωνον, ἐπὶ γραμμῶν ἢ ἀριθμῶν, Πλάτ. Πολ. 527Α, Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυτ. 2. 2, 9· ὅσαι γραμμαὶ τὸν ἰσόπλευρον... ἀριθμὸν τετραγωνίζουσι, αἱ γραμμαὶ ὅσαι σχηματίζουσιν ἰσόπλευρον ἀριθμὸν ὡς τὸ ἑαυτῶν τετράγωνον, Πλάτ. Θεαίτ. 148Α· τ. τὸν κύκλον, κατασκευάζω τετράγωνον ἐμβαδὸν ἴσον τῷ τοῦ κύκλου, Ἀριστ. Σοφιστ. Ἔλεγχ. 11, 3. - Παθ., ὁ αὐτ. ἐν Ἀναλυτ. Προτ. 2. 25, 2.

Greek Monolingual

ΝΜΑ τετράγωνος
κάνω κάτι τετράγωνο, μεταβάλλω το σχήμα ενός αντικειμένου σε τετράγωνο
νεοελλ.
1. μαθημ. υψώνω μια αλγεβρική παράσταση στη δευτέρα δύναμη, δηλ. στο τετράγωνο
2. μεταβάλλω λίθο ή ξύλο σε ορθογώνιο, ορθογωνίζω
3. φρ. «τετραγωνίζουσα του Ιππία»
μαθημ. καμπύλη που επινοήθηκε από τον Ιππία τον Ηλείο, χρησιμοποιήθηκε από αυτόν και τον Δεινόστρατο για τη λύση του προβλήματος της τριχοτόμησης μιας γωνίας και για τον τετραγωνισμό του κύκλου και μπορεί επίσης να χρησιμοποιηθεί για τη διαίρεση μιας γωνίας σε έναν οποιονδήποτε αριθμό ίσων μερών, αλλ. τετραγωνίστρια του Ιππία
αρχ.
αστρολ. αποτελώ, σχηματίζω τετράγωνο με κάποιον.

Greek Monotonic

τετρᾰγωνίζω: Αττ. μέλ. τετραγωνιῶ, κάνω κάτι τετράγωνο, σε Πλάτ.

Middle Liddell

τετρᾰγωνίζω,
to make square, Plat.