Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τετράφαλος: Difference between revisions

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)" to "πρβλ. $1$3)")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre cimiers <i>(devant, derrière, sur les deux côtés)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]], [[φάλος]].
|btext=ος, ον :<br />à quatre cimiers <i>(devant, derrière, sur les deux côtés)</i>.<br />'''Étymologie:''' [[τέτταρες]], [[φάλος]].
}}
{{elru
|elrutext='''τετράφᾰλος:''' (ρᾰ) [[с четырьмя шишками]] (гнездами для султанов) ([[κυνέη]] Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] μετάλλινες προεξοχές, αλλ. [[τετραφάληρος]] («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάλος]] «[[κόσμημα]] της περικεφαλαίας» (<b>πρβλ.</b> [[ἀμφί]]-<i>φαλος</i>)].
|mltxt=-ον, Α<br />αυτός που έχει [[τέσσερεις]] μετάλλινες προεξοχές, αλλ. [[τετραφάληρος]] («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>τετρ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[φάλος]] «[[κόσμημα]] της περικεφαλαίας» ([[πρβλ]]. [[ἀμφίφαλος]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''τετράφᾰλος:''' -ον, = προηγ., σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''τετράφᾰλος:''' -ον, = προηγ., σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''τετράφᾰλος:''' (ρᾰ) [[с четырьмя шишками]] (гнездами для султанов) ([[κυνέη]] Hom.).
}}
}}

Latest revision as of 12:50, 16 May 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰ́φᾰλος Medium diacritics: τετράφαλος Low diacritics: τετράφαλος Capitals: ΤΕΤΡΑΦΑΛΟΣ
Transliteration A: tetráphalos Transliteration B: tetraphalos Transliteration C: tetrafalos Beta Code: tetra/falos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον, with four horns, epithet of κυνέη, κόρυς, Il.12.384,22.315.

German (Pape)

[Seite 1099] κυνέη, κόρυς, ein Helm mit einer verfachen metallnen Erhöhung, φάλος, worin die Helmbüsche befestigt wurden, die aber, da sie nach vorn über die Augen u. nach hinten über den Hinterkopf hervorragten, auch zum Schutz gegen Kopfhiebe dienten; Il. 12, 384. 22, 315; vgl. das Vorige, ἀμφίφαλος u. Buttm. Lexil. II p. 242.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre cimiers (devant, derrière, sur les deux côtés).
Étymologie: τέτταρες, φάλος.

Russian (Dvoretsky)

τετράφᾰλος: (ρᾰ) с четырьмя шишками (гнездами для султанов) (κυνέη Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

τετράφᾰλος: -ον, ἐπίθ. τοῦ κυνέη, κόρυς Ἰλ. Μ. 384., Χ. 315· - ἴσως ἁπλῶς συντετμημένος τύπος τοῦ τετραφάληρος, ἴδε ἐν λ. φάλος.

English (Autenrieth)

with four-banded crest, κυνέη. (Il.) (See cut No. 116.)

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις μετάλλινες προεξοχές, αλλ. τετραφάληρος («θλάσσε δὲ τετράφαλον κυνέην», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + φάλος «κόσμημα της περικεφαλαίας» (πρβλ. ἀμφίφαλος)].

Greek Monotonic

τετράφᾰλος: -ον, = προηγ., σε Ομήρ. Ιλ.