τριξός: Difference between revisions

From LSJ

Μήποτε λάβῃς γυναῖκας εἰς συμβουλίαν → Consilia versas? Noli admittere mulierem → Zieh niemals Frauen zur Beratung mit hinzu

Menander, Monostichoi, 355
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=triksos
|Transliteration C=triksos
|Beta Code=trico/s
|Beta Code=trico/s
|Definition=ή, όν, Ion. for [[τρισσός]], <span class="bibl">Hdt.1.171</span>, al.
|Definition=τριξή, τριξόν, Ion. for [[τρισσός]], [[Herodotus|Hdt.]]1.171, al.
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>ion. c.</i> [[τρισσός]].
|btext=ή, όν :<br /><i>ion. c.</i> [[τρισσός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''τριξός''': , -όν, Ἰων. ἀντὶ [[τρισσός]], εἰς τριξὰ χωρία Ἡρόδ. 1. 171. 9. 86· οὕτω, διξὸς ἀντὶ [[δισσός]]. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 46.
|elnltext=τριξός -ή -όν Ion. voor τριττός.
}}
{{pape
|ptext=ion. statt [[τρισσός]], Her.; vgl. [[διξός]] und Koen Greg. p. 435.
}}
{{elru
|elrutext='''τριξός:''' ион. = [[τρισσός]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''τριξός:''' -ή, -όν, Ιων. αντί [[τρισσός]].
|lsmtext='''τριξός:''' -ή, -όν, Ιων. αντί [[τρισσός]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''τριξός:''' ион. = [[τρισσός]].
|lstext='''τριξός''': -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ [[τρισσός]], εἰς τριξὰ χωρία Ἡρόδ. 1. 171. 9. 86· οὕτω, διξὸς ἀντὶ [[δισσός]]. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 46.
}}
{{elnl
|elnltext=τριξός -ή -όν Ion. voor τριττός.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[τριξός]], ή, όν [ionic for [[τρισσός]].]
|mdlsjtxt=[[τριξός]], ή, όν [ionic for [[τρισσός]].]
}}
}}

Latest revision as of 12:08, 4 September 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τριξός Medium diacritics: τριξός Low diacritics: τριξός Capitals: ΤΡΙΞΟΣ
Transliteration A: trixós Transliteration B: trixos Transliteration C: triksos Beta Code: trico/s

English (LSJ)

τριξή, τριξόν, Ion. for τρισσός, Hdt.1.171, al.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
ion. c. τρισσός.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τριξός -ή -όν Ion. voor τριττός.

German (Pape)

ion. statt τρισσός, Her.; vgl. διξός und Koen Greg. p. 435.

Russian (Dvoretsky)

τριξός: ион. = τρισσός.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
ιων. τ. βλ. τρισσός.

Greek Monotonic

τριξός: -ή, -όν, Ιων. αντί τρισσός.

Greek (Liddell-Scott)

τριξός: -ή, -όν, Ἰων. ἀντὶ τρισσός, εἰς τριξὰ χωρία Ἡρόδ. 1. 171. 9. 86· οὕτω, διξὸς ἀντὶ δισσός. - Ἴδε Κόντου Φιλολογικὰ Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τόμ. Α΄, 46.

Middle Liddell

τριξός, ή, όν [ionic for τρισσός.]