διεκδικητής: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=diekdikitis
|Transliteration C=diekdikitis
|Beta Code=diekdikhth/s
|Beta Code=diekdikhth/s
|Definition=οῦ, ὁ, = Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">defensor</b>, ib. 10.11.8.7a (pl.).</span>
|Definition=διεκδικητοῦ, ὁ, = Lat. [[defensor]], ib. 10.11.8.7a (pl.).
}}
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ [[defensor]], <i>Cod.Iust</i>.10.11.8.7a.
}}
{{grml
|mltxt=ο (θηλ. διεκδικήτρια, η) (Μ [[διεκδικητής]], ο) [[διεκδικώ]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που αξιώνει για τον εαυτό του κάποιο [[δικαίωμα]] («[[διεκδικητής]] περιουσίας»)<br /><b>2.</b> [[υποψήφιος]], [[μνηστήρας]] («[[διεκδικητής]] του θρόνου»)<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[υπερασπιστής]]<br /><b>2.</b> [[κηδεμόνας]], [[πληρεξούσιος]].
}}
}}

Latest revision as of 09:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διεκδῐκητής Medium diacritics: διεκδικητής Low diacritics: διεκδικητής Capitals: ΔΙΕΚΔΙΚΗΤΗΣ
Transliteration A: diekdikētḗs Transliteration B: diekdikētēs Transliteration C: diekdikitis Beta Code: diekdikhth/s

English (LSJ)

διεκδικητοῦ, ὁ, = Lat. defensor, ib. 10.11.8.7a (pl.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ defensor, Cod.Iust.10.11.8.7a.

Greek Monolingual

ο (θηλ. διεκδικήτρια, η) (Μ διεκδικητής, ο) διεκδικώ
νεοελλ.
1. αυτός που αξιώνει για τον εαυτό του κάποιο δικαίωμαδιεκδικητής περιουσίας»)
2. υποψήφιος, μνηστήραςδιεκδικητής του θρόνου»)
μσν.
1. υπερασπιστής
2. κηδεμόνας, πληρεξούσιος.