ὑπότρομος: Difference between revisions

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ypotromos
|Transliteration C=ypotromos
|Beta Code=u(po/tromos
|Beta Code=u(po/tromos
|Definition=ον, [[quivering]], [[shaking]], Plu.2.435b; [[somewhat afraid]] or [[timid]], <span class="bibl">Aeschin.3.159</span>, <span class="bibl">Luc. <span class="title">DDeor.</span>19.1</span>, etc.
|Definition=ὑπότρομον, [[quivering]], [[shaking]], Plu.2.435b; [[somewhat afraid]] or [[timid]], Aeschin.3.159, Luc. ''DDeor.''19.1, etc.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />un peu tremblant, peureux.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρέμω]].
|btext=ος, ον :<br />[[un peu tremblant]], [[peureux]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[τρέμω]].
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπότρομος:''' [[несколько испугавшийся]], [[оробевший]], [[робкий]] Aeschin., Plut., Luc.
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ὑπότρομος:''' -ον, κάπως φοβισμένος ή [[δειλός]], [[φοβιτσιάρης]], σε Αισχίν., Λουκ.
|lsmtext='''ὑπότρομος:''' -ον, κάπως φοβισμένος ή [[δειλός]], [[φοβιτσιάρης]], σε Αισχίν., Λουκ.
}}
{{elru
|elrutext='''ὑπότρομος:''' [[несколько испугавшийся]], [[оробевший]], [[робкий]] Aeschin., Plut., Luc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ὑπότρομος]], ον,<br />[[somewhat]] [[afraid]] or [[timid]], Aeschin., Luc.
|mdlsjtxt=[[ὑπότρομος]], ον,<br />[[somewhat]] [[afraid]] or [[timid]], Aeschin., Luc.
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπότρομος Medium diacritics: ὑπότρομος Low diacritics: υπότρομος Capitals: ΥΠΟΤΡΟΜΟΣ
Transliteration A: hypótromos Transliteration B: hypotromos Transliteration C: ypotromos Beta Code: u(po/tromos

English (LSJ)

ὑπότρομον, quivering, shaking, Plu.2.435b; somewhat afraid or timid, Aeschin.3.159, Luc. DDeor.19.1, etc.

German (Pape)

[Seite 1237] ein wenig zitternd, furchtsam; Aesch. 3, 159; Luc. D. D. 19, 1.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
un peu tremblant, peureux.
Étymologie: ὑπό, τρέμω.

Russian (Dvoretsky)

ὑπότρομος: несколько испугавшийся, оробевший, робкий Aeschin., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπότρομος: -ον, περιδεής, περίφοβος, τρέμων πως ἐκ φόβου, ἢ ἁπλῶς ὁ τρέμων ὀλίγον, Αἰσχίν. 76. 18, Πλούτ. 2. 435Β, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 19. 1. ― Ἐν. Ἀριστοφ. Ἀχ. 683 τό: τονθορύζοντες ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ὑπότρομοι τὰ χείλη κινοῦντες», ἐν δὲ Καλλ. Ὕμν. εἰς Δῆλον 79 τὸ ὑποδινηθεῖσα ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει: «ὑπότρομος γενόμενη».

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που σιγοτρέμει («εἰ μὴ τὸ ἱερεῖον ὅλον ἐξ ἄκρων σφυρῶν ὑπότρομον γένηται», Πλούτ.)
2. αυτός που σιγοτρέμει από φόβο («ἐπισείουσα τὸν λόφον ἐκπλήττει με καὶ ὑπότρομος γίγνομαι», Λουκιαν.)
3. δειλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + τρόμος (πρβλ. ἔντρομος)].

Greek Monotonic

ὑπότρομος: -ον, κάπως φοβισμένος ή δειλός, φοβιτσιάρης, σε Αισχίν., Λουκ.

Middle Liddell

ὑπότρομος, ον,
somewhat afraid or timid, Aeschin., Luc.