ῥάματα: Difference between revisions
From LSJ
Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ramata | |Transliteration C=ramata | ||
|Beta Code=r(a/mata | |Beta Code=r(a/mata | ||
|Definition=[[βοτρύδια]], [[σταφυλίς]] (Maced.), Hsch. | |Definition=[[βοτρύδια]], [[σταφυλίς]] (Maced.), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] ῥαμβάς· <b class="b3">ὁ δήμιος</b>, Id. (cf. [[ῥαιβίας]]). | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 09:18, 25 August 2023
English (LSJ)
βοτρύδια, σταφυλίς (Maced.), Hsch. ῥαμβάς· ὁ δήμιος, Id. (cf. ῥαιβίας).
French (Bailly abrégé)
fruit = σταφυλίς.
Étymologie: mot macédonien.
Greek (Liddell-Scott)
ῥάματα: «βοτρύδια. σταφυλίς, Μακεδόνες» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὰ, Α
(κατά τον Ησύχ.) «βοτρύδια, σταφυλίς. Μακεδόνες».
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ῥάξ, ῥαγός «ρώγα» και έχει πιθ. προέλθει από τ. ῥάγματα].