καταπλώω: Difference between revisions
From LSJ
Κύριος εἶπεν πρὸς μέ Υἱός μου εἶ σύ, ἐγὼ σήμερον γεγέννηκά σε → the Lord said to me, My son you are; today I have begotten you
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=καταπλώω Ion. voor καταπλέω. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 09:52, 25 August 2023
English (LSJ)
Ion. for καταπλέω.
German (Pape)
[Seite 1371] ion. = καταπλέω, herabfahren; καταπλώοντες τὸν ποταμόν, den Strom hinab, Her. 1, 185; καταπλώσαντες ἐς Αἶαν 1, 2, öfter.
French (Bailly abrégé)
ion. c. καταπλέω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταπλώω Ion. voor καταπλέω.
Russian (Dvoretsky)
καταπλώω: ион. = καταπλέω.
Greek (Liddell-Scott)
καταπλώω: Ἰων. ἀντὶ καταπλέω, Ἡρόδ.
Greek Monolingual
καταπλώω (Α)
ιων. τ. βλ. καταπλέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + πλώω «πλέω»].
Greek Monotonic
καταπλώω: Ιων. αντί καταπλέω.