τριχοειδής: Difference between revisions
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})(\n{{elnl.*}})" to "$4$3$1$2") |
|||
(5 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=trichoeidis | |Transliteration C=trichoeidis | ||
|Beta Code=trixoeidh/s | |Beta Code=trixoeidh/s | ||
|Definition= | |Definition=τριχοειδές, [[like a hair]], Hp.''Nat.Hom.''14, [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]'' 620b14; of the veins, [[capillary]], Gal.2.808; of nerves, ib.355; ῥωγμή Sor.''Fract.''2; [[στιγμαί]], on reptiles, Aët.13.23. Adv. [[τριχοειδῶς]], πολιοῦσθαι Dsc.4.96. | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext= | |elnltext=τριχοειδής -ές [[[θρίξ]], [[εἶδος]]] [[lijkend op haar]], [[haarachtig]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ές, <i>[[haatartig]], [[haarig]]</i>, Hippocr. und sp. Medic. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru |
Latest revision as of 22:10, 24 November 2023
English (LSJ)
τριχοειδές, like a hair, Hp.Nat.Hom.14, Arist.HA 620b14; of the veins, capillary, Gal.2.808; of nerves, ib.355; ῥωγμή Sor.Fract.2; στιγμαί, on reptiles, Aët.13.23. Adv. τριχοειδῶς, πολιοῦσθαι Dsc.4.96.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τριχοειδής -ές [θρίξ, εἶδος] lijkend op haar, haarachtig.
German (Pape)
ές, haatartig, haarig, Hippocr. und sp. Medic.
Russian (Dvoretsky)
τρῐχοειδής: похожий на (напоминающий) волос, волосной Arst.
Greek (Liddell-Scott)
τρῐχοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τρίχα, Ἱππ. 230, 54, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 2· ἐπὶ τῶν λεπτοτάτων φλεβῶν, Γαλην. 2. 808.
Greek Monolingual
-ές, ΝΑ
όμοιος με τρίχα (α. «τριχοειδή αγγεία» β. «τριχοειδεῖς σωλῆνες», Γαλ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. τα τριχοειδή
ανατ. λεπτότατα αιμοφόρα και λεμφικά αγγεία, που αποτελούν σημαντικά στοιχεία της κυκλοφορίας του αίματος και της λέμφου, αλλ. τριχοειδή αγγεία
2. φρ. α) «τριχοειδές νερό»
γεωλ. εδαφικό νερό πάνω από τον υδροφόρο ορίζοντα, το οποίο συγκρατείται, λόγω τριχοειδικών φαινομένων, γύρω από τα σωματίδια του εδάφους και στα διάκενά τους, με τη μορφή ενός συνεχούς υμενίου
β) «τριχοειδής βρογχίτιδα» — βλ. βρογχίτιδα
γ) «τριχοειδής σωλήνας»
φυσ. σωλήνας πολύ μικρής διατομής, στον οποίο είναι εμφανής η ανάπτυξη τών τριχοειδικών φαινομένων
δ) «τριχοειδή φαινόμενα»
φυσ. τα τριχοειδικά φαινόμενα.
επίρρ...
τριχοειδῶς Α
με τριχοειδή τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + -ειδής. Η λ., ως επιστημον. όρος της Νέας Ελληνικής, είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. trichoid].