θρομβώδης: Difference between revisions

From LSJ

ἀνθρωπεία φύσις πολεμία τοῦ προὔχοντος → human nature is hostile to all that is eminent

Source
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
 
(3 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=thromvodis
|Transliteration C=thromvodis
|Beta Code=qrombw/dhs
|Beta Code=qrombw/dhs
|Definition=ες,= θρομβοειδής, οὖρα <span class="bibl">Hp.<span class="title">Aph.</span>4.69</span>; ἀφροί <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>702</span>; σπέρματα <span class="bibl">Arist.<span class="title">HA</span>582a31</span>.
|Definition=θρομβῶδες, = [[θρομβοειδής]], [[οὖρα]] Hp.''Aph.''4.69; ἀφροί S.''Tr.''702; σπέρματα [[Aristotle|Arist.]]''[[Historia Animalium|HA]]''582a31.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ης, ες:<br />rempli de grumeaux, en grumeaux.<br />'''Étymologie:''' [[θρόμβος]], -ωδης.
|btext=ης, ες:<br />[[rempli de grumeaux]], [[en grumeaux]].<br />'''Étymologie:''' [[θρόμβος]], -ωδης.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 21:50, 24 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρομβώδης Medium diacritics: θρομβώδης Low diacritics: θρομβώδης Capitals: ΘΡΟΜΒΩΔΗΣ
Transliteration A: thrombṓdēs Transliteration B: thrombōdēs Transliteration C: thromvodis Beta Code: qrombw/dhs

English (LSJ)

θρομβῶδες, = θρομβοειδής, οὖρα Hp.Aph.4.69; ἀφροί S.Tr.702; σπέρματα Arist.HA582a31.

German (Pape)

[Seite 1219] ες, zu Klumpen geronnen; ἀφροί Soph. Tr. 699; σπέρματα Arist. H. A. 7, 1; Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
rempli de grumeaux, en grumeaux.
Étymologie: θρόμβος, -ωδης.

Russian (Dvoretsky)

θρομβώδης: сгустившийся, полный сгустков (ἀφροί Soph.; σπέρματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

θρομβώδης: -ες, θρομβοειδὴς, Ἱππ. Ἀφ. 1252 (ἐπὶ οὔρων) Σοφ. Τρ. 702, Ἀριστ. Ι. Ζ. 7. 1, 19.

Greek Monolingual

-ες (Α θρομβώδης, -ες) θρόμβος
αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους
νεοελλ.
αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες.
επίρρ...
θρομβωδώς
με θρομβώδη τρόπο.

Greek Monotonic

θρομβώδης: -ες (εἶδος), ο γεμάτος θρόμβους, πηγμένος, σε Σοφ.

Middle Liddell

θρομβ-ώδης, ες εἶδος
like clots, clotted, Soph.