δεκάτευμα: Difference between revisions
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dekatevma | |Transliteration C=dekatevma | ||
|Beta Code=deka/teuma | |Beta Code=deka/teuma | ||
|Definition=[κᾰ], ατος, τό, [[tenth]], [[tithe]], | |Definition=[κᾰ], ατος, τό, [[tenth]], [[tithe]], Call.''Epigr.''40 (pl.). | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 12:02, 25 August 2023
English (LSJ)
[κᾰ], ατος, τό, tenth, tithe, Call.Epigr.40 (pl.).
Spanish (DGE)
-ματος, τό
• Prosodia: [-ᾰ-]
diezmo, décima parte τὰ δῶρα ... εἵσατο τῶν κερδέων δεκατεύματα Call.Epigr.39.6, ῥιπίδα ... θῆκε ... ἐξ εὐνῆς δ. AP 6.290 (Diosc.).
German (Pape)
[Seite 543] τό, der Zehend, Callim. 20 (XIII, 25); ἐξ εὐνῆς Diosc. 12 (VI, 290).
Russian (Dvoretsky)
δεκάτευμα: ατος τό десятая часть, десятина Anth.
Greek (Liddell-Scott)
δεκάτευμα: τό, δέκατον, ἡ δεκάτη, Καλλ. Ἐπ. 40.
Greek Monolingual
και δεκάτεμα και δεκάτισμα, το (AM δεκάτευμα) δεκατεύω
η δεκάτη, το ένα δέκατο κάποιου ποσού.