εὔιππος: Difference between revisions
Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
|||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eyippos | |Transliteration C=eyippos | ||
|Beta Code=eu)/ippos | |Beta Code=eu)/ippos | ||
|Definition=Ep. [[ἐΰιππος]], ον, of persons, < | |Definition=Ep. [[ἐΰιππος]], ον, of persons,<br><span class="bld">A</span> [[delighting in horses]], h.Ap. 210, Hes.''Cat.Oxy.''1358.21, Pi.''O.''3.39: Sup., X.''HG''4.2.5, etc.<br><span class="bld">2</span> of places, [[famed for horses]], Pl.''P.''4.2, [[Sophocles|S.]]''[[Oedipus Coloneus|OC]]''668 (lyr.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 06:45, 20 October 2024
English (LSJ)
Ep. ἐΰιππος, ον, of persons,
A delighting in horses, h.Ap. 210, Hes.Cat.Oxy.1358.21, Pi.O.3.39: Sup., X.HG4.2.5, etc.
2 of places, famed for horses, Pl.P.4.2, S.OC668 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1073] mit guten Rossen, H. h. Apoll. 210; Τυνδαρίδαι, Ἀμαζόνες, wohlberitten, Pind. Ol. 3, 41. 8, 47 u. öfter; Κυράνα, gute Pferde habend, P. 4, 2; Tragg. öfter, δῶρον εὔιππον, Geschenk guter Pferde, Soph. O. C. 715; auch in Prosa, Xen. Cyr. 5, 5, 5, im superl.
Russian (Dvoretsky)
εὔιππος: славящийся или богатый конями (Ἐλατιονίδη HH; Τυνδαρίδαι Pind.; Κολωνός Soph.; σύμμαχοι Xen.; χώρα Plut.): εὔ. δῶρον подарок, заключающийся в прекрасных конях Soph.
Greek (Liddell-Scott)
εὔιππος: -ον, ἐπὶ προσώπων, ἔχων καλοὺς ἵππους, ἡδόμενος ἐπὶ καλοῖς ἵπποις, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 210, Πινδ. Ο. 3. 70· Ὑπερθ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, κτλ. 2) ἐπὶ τόπου, περίφημος διὰ τοὺς καλοὺς ἵππους αὐτοῦ, Πινδ. Π. 4. 2, Σοφ. Ο. Κ. 668· πρβλ. εὔπωλος.
English (Slater)
εὔιππος, -ον with splendid horses εὐίππων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) Ἀμαζόνας εὐίππους (O. 8.47) εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ (P. 3.8) εὐίππου βασιλῆι Κυράνας (P. 4.2)
Greek Monolingual
εὔιππος, -ον, επικ. τ. ἐΰιππος, -ον (Α)
1. (για ανθρώπους) αυτός που ευχαριστιέται να έχει ωραίους ίππους («Ἀμαζόνας εὐίππους», Πίνδ.)
2. (για τόπο) αυτός που φημίζεται για τους καλούς ίππους του («εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης», Καλλ.).
Greek Monotonic
εὔιππος: -ον, λέγεται για πρόσωπα, αυτός που διαθέτει καλά άλογα, αυτός που ευχαριστιέται με τα καλά άλογα, σε Ομηρ. Ύμν.· υπερθ., σε Ξεν.
2. λέγεται για τόπους, γνωστός, περίφημος για τα άλογά του, σε Σοφ.
Middle Liddell
εὔ-ιππος, ον
1. of persons, well-horsed, delighting in horses, Hhymn.: Sup., Xen.
2. of places, famed for horses, Soph.