κυανοβλέφαρος: Difference between revisions

From LSJ

Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut

Menander, Monostichoi, 86
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=kyanovlefaros
|Transliteration C=kyanovlefaros
|Beta Code=kuanoble/faros
|Beta Code=kuanoble/faros
|Definition=ον, [[dark-eyed]], AP5.60 (Rufin.).
|Definition=κυανοβλέφαρον, [[dark-eyed]], AP5.60 (Rufin.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 09:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰνοβλέφᾰρος Medium diacritics: κυανοβλέφαρος Low diacritics: κυανοβλέφαρος Capitals: ΚΥΑΝΟΒΛΕΦΑΡΟΣ
Transliteration A: kyanoblépharos Transliteration B: kyanoblepharos Transliteration C: kyanovlefaros Beta Code: kuanoble/faros

English (LSJ)

κυανοβλέφαρον, dark-eyed, AP5.60 (Rufin.).

German (Pape)

[Seite 1521] mit schwarzen Augenwimpern, schwarzäugig, Rufin. 7 (V, 61).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux paupières garnies de cils noirs ; aux yeux noirs.
Étymologie: κύανος, βλέφαρον.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνοβλέφᾰρος: с черными ресницами или черноглазый Anth.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον, ἔχων μελαίνας βλεφαρίδας, κοινῶς «μαυρομμάτης», Ἀνθ. Π. 5. 61.

Greek Monolingual

κυανοβλέφαρος, -ον (Α)
αυτός που έχει σκούρες βλεφαρίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + -βλέφαρος (< βλέφαρον), πρβλ. ελικοβλέφαρος, χαριτοβλέφαρος].

Greek Monotonic

κυᾰνοβλέφᾰρος: -ον (βλέφαρον), αυτός που έχει σκοτεινό βλέμμα, σε Ανθ.

Middle Liddell

βλέφαρον
dark-eyed, Anth.