οἰκετεία: Difference between revisions

From LSJ

Χρόνος δ' ἀμαυροῖ πάντα κεἰς λήθην ἄγει → Diesque celat omnia atque oblitterat → Die Zeit verdunkelt alles, gibt's dem Vergessen preis

Menander, Monostichoi, 545
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=oiketeia
|Transliteration C=oiketeia
|Beta Code=oi)ketei/a
|Beta Code=oi)ketei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[household of slaves]], <span class="bibl">Str.14.5.2</span>, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Merc.Cond.</span>15</span>, <span class="title">IPE</span>12.32<span class="hiitalic">B</span>15 (Olbia), <span class="bibl"><span class="title">PTeb.</span>285.6</span> (iii A. D.):—later written οἰκετία, <span class="bibl">Epict.<span class="title">Ench.</span>33.7</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[servitude]], Aristeas <span class="bibl">14</span>, al., <span class="bibl">J.<span class="title">AJ</span>8.6.3</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> [[slave population]], <span class="bibl">Str.5.1.12</span>, <span class="title">IGRom.</span>4.1692.54 (Elaea).</span>
|Definition=ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[household of slaves]], Str.14.5.2, Luc.''Merc.Cond.''15, ''IPE''12.32B15 (Olbia), ''PTeb.''285.6 (iii A. D.):—later written οἰκετία, Epict.''Ench.''33.7.<br><span class="bld">2</span> [[servitude]], Aristeas 14, al., J.''AJ''8.6.3.<br><span class="bld">3</span> [[slave population]], Str.5.1.12, ''IGRom.''4.1692.54 (Elaea).
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />domesticité, domestiques, les gens.<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέτης]].
|btext=ας (ἡ) :<br />[[domesticité]], [[domestiques]], [[les gens]].<br />'''Étymologie:''' [[οἰκέτης]].
}}
}}
{{elru
{{elru
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[οἰκετεία]] και [[οἰκετία]], ἡ (Α) [[οικέτης]]<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα [[σπίτι]], σε μία [[οικογένεια]], το [[σύνολο]] τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῖοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῑς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> καταναγκαστική [[εργασία]], [[δουλεία]] («ἀπολύειν [[κελεύω]] τοὺς ταῖς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ).
|mltxt=[[οἰκετεία]] και [[οἰκετία]], ἡ (Α) [[οικέτης]]<br /><b>1.</b> το [[σύνολο]] τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα [[σπίτι]], σε μία [[οικογένεια]], το [[σύνολο]] τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῖοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῖς», <b>Στράβ.</b>)<br /><b>2.</b> καταναγκαστική [[εργασία]], [[δουλεία]] («ἀπολύειν [[κελεύω]] τοὺς ταῖς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Latest revision as of 14:44, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: οἰκετεία Medium diacritics: οἰκετεία Low diacritics: οικετεία Capitals: ΟΙΚΕΤΕΙΑ
Transliteration A: oiketeía Transliteration B: oiketeia Transliteration C: oiketeia Beta Code: oi)ketei/a

English (LSJ)

ἡ,
A household of slaves, Str.14.5.2, Luc.Merc.Cond.15, IPE12.32B15 (Olbia), PTeb.285.6 (iii A. D.):—later written οἰκετία, Epict.Ench.33.7.
2 servitude, Aristeas 14, al., J.AJ8.6.3.
3 slave population, Str.5.1.12, IGRom.4.1692.54 (Elaea).

German (Pape)

[Seite 299] ἡ, Hausgesinde, Dienerschaft, Luc. Merc. cond. 15; VLL.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
domesticité, domestiques, les gens.
Étymologie: οἰκέτης.

Russian (Dvoretsky)

οἰκετεία:домашняя прислуга, домочадцы Luc.

Greek (Liddell-Scott)

οἰκετεία: ἡ, τὸ σύνολον τῶν οἰκετῶν ἔν τινι οἰκογενείᾳ, Λατ. familia, Στράβ. 668, Λουκ. Μισθ. Συνόντ. 15, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 6, 3., 12. 2, 3, Συλλ. Ἐπιγρ. 2058Β. 15· - οἰκετία εἶναι ἐσφαλμένος, ἢ τοὐλάχιστον μεταγεν. τύπος, ὡς ἐν Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 7, ἴδε Λοβ. Φρύν. 505. 2) = δουλεία, Ἀριστέας 3.

Greek Monolingual

οἰκετεία και οἰκετία, ἡ (Α) οικέτης
1. το σύνολο τών οικετών που υπηρετούσαν σε ένα σπίτι, σε μία οικογένεια, το σύνολο τών υπηρετών, τών δούλων («πλούσιοι γενόμενοι Ῥωμαῖοι... οἰκετείαις ἐχρῶντο πολλαῖς», Στράβ.)
2. καταναγκαστική εργασία, δουλεία («ἀπολύειν κελεύω τοὺς ταῖς οικετείας ὄντας Ἰουδαίους», Ιώσ).

Greek Monotonic

οἰκετεία: ἡ, οικογένεια, το σύνολο των μελών της, Λατ. familia, σε Στράβ., Λουκ.

Middle Liddell

οἰκετεία, ἡ,
the household, Lat. familia, Strab., Luc.

Chinese

原文音譯:qerape⋯a 帖拉胚阿
詞類次數:名詞(4)
原文字根:溫暖 從 相當於: (עֶבֶד‎)
字義溯源:侍者,事奉,家務,家裏的人,家人,保健,醫治;源自(θεραπεύω)=服侍);而 (θεραπεύω)出自(θεράπων)=僕人), (θεράπων)出自(θέρος)=熱,夏), (θέρος)又出自(θέρος)X*=加熱)。參讀 (θεραπεύω)同源字
出現次數:總共(4);太(1);路(2);啓(1)
譯字彙編
1) 保健(1) 啓22:2;
2) 家人(1) 路12:42;
3) 醫治(1) 路9:11;
4) 家裏的人(1) 太24:45