συντελεστικός: Difference between revisions
Ἱκανὸν τὸ νικᾶν ἐστι τοῖς ἐλευθέροις → Vicisse satis est inter liberos tibi → Den Freigesinnten reicht zu siegen durchaus hin
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
(4 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syntelestikos | |Transliteration C=syntelestikos | ||
|Beta Code=suntelestiko/s | |Beta Code=suntelestiko/s | ||
|Definition= | |Definition=συντελεστική, συντελεστικόν,<br><span class="bld">A</span> [[capable of causing]] or [[effecting]], τινος Epicur.''Nat.''14.4, Phld. ''Rh.''2.49 S., Ptol.''Harm.''1.15.<br><span class="bld">II</span> Gramm., <b class="b3">ὁ σ.</b> (''[[sc.]]'' [[χρόνος]]) the tense [[of completion]], viz. pf. and aor., opp. [[παρατατικός]], S.E.''M.''10.91, 92.101. Adv. [[συντελεστικῶς]] ib.101. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ή, όν, <i>[[vollendet]]</i>; ὁ σ., ''[[sc.]]'' [[χρόνος]], <i>das [[Perfectum]]</i>, advb. συντελεστικῶς, <i>im [[Perfekt]]</i>; Gramm.; Sext. Empir. <i>adv.phys</i>. 2.91, 101. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''συντελεστικός:''' ὁ (sc. [[χρόνος]]) грам. прошедшее законченное время, перфект Sext. | |elrutext='''συντελεστικός:''' ὁ (''[[sc.]]'' [[χρόνος]]) грам. прошедшее законченное время, перфект Sext. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 10:32, 25 August 2023
English (LSJ)
συντελεστική, συντελεστικόν,
A capable of causing or effecting, τινος Epicur.Nat.14.4, Phld. Rh.2.49 S., Ptol.Harm.1.15.
II Gramm., ὁ σ. (sc. χρόνος) the tense of completion, viz. pf. and aor., opp. παρατατικός, S.E.M.10.91, 92.101. Adv. συντελεστικῶς ib.101.
German (Pape)
ή, όν, vollendet; ὁ σ., sc. χρόνος, das Perfectum, advb. συντελεστικῶς, im Perfekt; Gramm.; Sext. Empir. adv.phys. 2.91, 101.
Russian (Dvoretsky)
συντελεστικός: ὁ (sc. χρόνος) грам. прошедшее законченное время, перфект Sext.
Greek (Liddell-Scott)
συντελεστικός: -ή, -όν, ὁ συμπληρῶν, συμπληρωματικός, Πτολ. ΙΙ. γραμμ., ὁ συντελεστικὸς (ἐξυπακ. χρόνος), ὁ παρακείμενος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸν παρατατικόν, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 10. 91, κτλ.· ― Ἐπίρρ., -κῶς, αὐτόθι 101.
Greek Monolingual
-ή, -ό / συντελεστικός, -ή, -όν, ΝΑ συντελῶ
αυτός που συντελεί σε κάτι, βοηθητικός, χρήσιμος
αρχ.
1. συμπληρωματικός
2. το αρσ. ως ουσ. ο συντελεστικός
(ενν. χρόνος) γραμμ. ο παρακείμενος και ο αόριστος, σε αντιδιαστολή προς τον παρατατικό.
επίρρ...
συντελεστικῶς Α
σε συντελεστικό χρόνο.