δικορράπτης: Difference between revisions
From LSJ
(4) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dikorraptis | |Transliteration C=dikorraptis | ||
|Beta Code=dikorra/pths | |Beta Code=dikorra/pths | ||
|Definition=ου, ὁ, <span | |Definition=δικορράπτου, ὁ, = [[δικορράφος]], Phryn.''PS''p.62 B. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ου, ὁ [[zurcidor de pleitos]] Phryn.<i>PS</i> 62. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''δῐκορράπτης''': -ου, ὁ, = [[δικορράφος]], Α. Β. 35. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[δικορράπτης]] και [[δικορράφος]], ο (Α)<br />αυτός που επινοεί ή κατασκευάζει δίκες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> [[δικορράπτης]] <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] <span style="color: red;">+</span> -[[ράπτης]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]<br />[[δικορράφος]] <span style="color: red;"><</span> [[δίκη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ραφος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]] ([[πρβλ]]. [[μηχανορράφος]])]. | |||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=ὁ, = [[δικορράφος]], <i>B.A</i>. p. 35. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 12:11, 25 August 2023
English (LSJ)
δικορράπτου, ὁ, = δικορράφος, Phryn.PSp.62 B.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ zurcidor de pleitos Phryn.PS 62.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκορράπτης: -ου, ὁ, = δικορράφος, Α. Β. 35.
Greek Monolingual
δικορράπτης και δικορράφος, ο (Α)
αυτός που επινοεί ή κατασκευάζει δίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. δικορράπτης < δίκη + -ράπτης < ράπτω
δικορράφος < δίκη + -ραφος < ραφή < ράπτω (πρβλ. μηχανορράφος)].
German (Pape)
ὁ, = δικορράφος, B.A. p. 35.