δικορράπτης
From LSJ
English (LSJ)
δικορράπτου, ὁ, = δικορράφος, Phryn.PSp.62 B.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ zurcidor de pleitos Phryn.PS 62.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκορράπτης: -ου, ὁ, = δικορράφος, Α. Β. 35.
Greek Monolingual
δικορράπτης και δικορράφος, ο (Α)
αυτός που επινοεί ή κατασκευάζει δίκες.
[ΕΤΥΜΟΛ. δικορράπτης < δίκη + -ράπτης < ράπτω
δικορράφος < δίκη + -ραφος < ραφή < ράπτω (πρβλ. μηχανορράφος)].
German (Pape)
ὁ, = δικορράφος, B.A. p. 35.