ἐρίδουπος: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=eridoupos
|Transliteration C=eridoupos
|Beta Code=e)ri/doupos
|Beta Code=e)ri/doupos
|Definition=ον, = [[ἐρίγδουπος]], in Hom. always of things and places, [[ἀκταί]], [[ποταμοί]], <span class="bibl">Il.20.50</span>, <span class="bibl">Od.10.515</span>; αἴθουσα <span class="bibl">Il.24.323</span>, <span class="bibl">Od.20.176</span>; [[resounding]], ἀκοή <span class="bibl">Emp.4.11</span>.
|Definition=ἐρίδουπον, = [[ἐρίγδουπος]], in Hom. always of things and places, [[ἀκταί]], [[ποταμοί]], Il.20.50, Od.10.515; αἴθουσα Il.24.323, Od.20.176; [[resounding]], ἀκοή Emp.4.11.
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 13:13, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρίδουπος Medium diacritics: ἐρίδουπος Low diacritics: ερίδουπος Capitals: ΕΡΙΔΟΥΠΟΣ
Transliteration A: erídoupos Transliteration B: eridoupos Transliteration C: eridoupos Beta Code: e)ri/doupos

English (LSJ)

ἐρίδουπον, = ἐρίγδουπος, in Hom. always of things and places, ἀκταί, ποταμοί, Il.20.50, Od.10.515; αἴθουσα Il.24.323, Od.20.176; resounding, ἀκοή Emp.4.11.

German (Pape)

[Seite 1028] sehr tosend, hallend, bei Hom. immer von leblosen Dingen, z. B. αἴθουσα, ἀκταί Il. 20, 50, ποταμοί Od. 9, 515; s. ἐρίγδουπος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ἐρίγδουπος.

Russian (Dvoretsky)

ἐρίδουπος: Hom. = ἐρίγδουπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρίδουπος: -ον, ὡς τὸ ἐρίγδουπος, πλὴν ὅτι ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τὸν δεύτερον τύπον ἐπὶ προσώπων, τὸν δὲ πρῶτον ἀείποτε ἐπὶ πραγμάτων καὶ τόπων, ἀκτάων ἐριδούπων Ἰλ. Υ. 50· ποταμῶν ἐριδούπων Ὀδ. Κ. 515· αἰθούσης ἐριδούπου Ἰλ. Ω. 323, κτλ.

English (Autenrieth)

see ἐρίγδουπος.

Greek Monolingual

ἐρίδουπος, -ον (Α)
(για άψυχα) αυτός που ηχεί πολύ δυνατά, θορυβώδης, ερίγδουπος («ποταμῶν ἐριδούπων», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του ερίγδουπος].

Greek Monotonic

ἐρίδουπος: -ον, = ἐρίγδουπος, σε Όμηρ.

Middle Liddell

ἐρί-δουπος, ον = ἐρίγδουπος, Hom.]